Η ανάπτυξη ενισχύεται μετά το πρόγραμμα, διαπιστώνει η Citi σε έκθεσή της για την οικονομία. Η βελτιωμένη εμπιστοσύνη μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών οδήγησε στα μέτρα για την ελάφρυνση χρέους, γεγονός που σε συνδυασμό με το τέλος της περιόδου των μνημονίων τον Αύγουστο του 2018 και της καλύτερης του αναμενομένου δημοσιονομικής απόδοσης, συνέβαλε στο να αποκατασταθεί σε κάποιο βαθμό η εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Εκτιμά ότι το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περίπου 2% το 2018, ο υψηλότερος ρυθμός από το 2007, αν και παραμένει περίπου 25% χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.
Η ανάπτυξη, σύμφωνα με τον οίκο, στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές (κυρίως τα έσοδα από τον τουρισμό) και σε ξένες επενδύσεις (περιλαμβανομένων των κονδυλίων της ΕΕ). Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το 1% περίπου σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται, σύμφωνα με τη Citi, να επιταχύνει καθώς ο πληθυσμός μειώνεται (με ρυθμό 0,4% τον χρόνο), ο ρυθμός αποταμίευσης παραμένει αρνητικός και η τραπεζική πίστωση συστέλλεται. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει λιγότερο περιοριστική το 2019-20, κάτι που θα βοηθήσει να διατηρηθεί ο ρυθμός ιδιωτικής δαπάνης θετικός.
Ωστόσο η Citi επισημαίνει ότι η δομική αδυναμία επιμένει. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί λιγότερο απ’ ό,τι σε άλλες περιφερειακές χώρες που βγήκαν από προγράμματα. Η εγχώρια αποταμίευση είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκής να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες στην οικονομία, ενώ οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% μετά το 2007. Η τραπεζική πίστωση συρρικνώνεται καθώς τα βάρη των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια είναι μεγάλα.
Ο οίκος εκτιμά ότι το σχέδιο της ΤτΕ για τη δημιουργία ενός είδους bad bank ίσως βοηθήσει να απελευθερωθεί κάποια ρευστότητα στην οικονομία το 2019-20. Συνολικά, ωστόσο, η οικονομική προοπτική παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις διακυμάνσεις στην εμπιστοσύνη μεταξύ των ξένων επενδυτών, που είναι στην ουσία το μόνο κανάλι χρηματοδότησης για την οικονομία. Η δυνητική ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, δεδομένων των «φτωχών» δημογραφικών τάσεων.
Περιθώριο διαπραγμάτευσης για τα πλεονάσματα
Με το 80% του δημόσιου χρέους στα χέρια του επίσημου τομέα και το ποσοστό να εκτιμάται ότι θα μειωθεί οριακά την επόμενη δεκαετία, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται περισσότερο από τις σχέσεις της Αθήνας με τους Ευρωπαίους πιστωτές παρά με τις επιδόσεις της οικονομίας. Η προθυμία των πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα -ενδεχομένως επιτρέποντας χαμηλότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, αν οι υφιστάμενοι αποδειχθούν ανέφικτοι- παραμένει κρίσιμη στην εκτίμηση της ικανότητας της Αθήνας να αποπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις στο μέλλον.
Το θετικό ρίσκο των εκλογών
Οι εκλογές αναμένεται να πραγματοποιηθούν έως τις 18 Οκτωβρίου το αργότερο, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις στον κυβερνητικό συνασπισμό έχουν αυξήσει το ρίσκο πρόωρων εκλογών την άνοιξη. Η βελτίωση της οικονομίας έχει βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να ανεβάσει τα ποσοστά του από τα χαμηλά του 2017 περίπου στο 25%, ένα ποσοστό που όμως δεν αρκεί για να ξεπεράσει τη Νέα Δημοκρατία (με τις δημοσκοπήσεις να της δίνουν περίπου 37%).
Μια συντηρητική κυβέρνηση στην Αθήνα θα είναι πιο φιλική για τις αγορές και το επιχειρείν σε σχέση με τον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό, αν και αναμένεται να παραμείνει δύσκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης, δεδομένου του κατακερματισμού στο ελληνικό κοινοβούλιο.