Ακόμη και στις ΗΠΑ όπου πολιτική του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ είναι η αναβίωση της βιομηχανίας του άνθρακα με αναθεώρηση περιβαλλοντικών κανονισμών και αδειοδοτικές διευκολύνσεις στην κατασκευή μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι εταιρείες ηλεκτρισμού, η μία μετά την άλλη ανακοινώνουν την παύση των ανθρακικών τους μονάδων.
Μάλιστα φέρνουν νωρίτερα τα αρχικά χρονοδιαγράμματα απόσυρσης ανθρακικών σταθμών βρίσκοντας πια πιο οικονομικές τις ΑΠΕ και το φυσικό αέριο -λόγω της έκρηξης της σχιστολιθικής εξόρυξης- για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Προχωρούν δε και σε αγορές φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων για να αντικαταστήσουν τον άνθρακα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και το περασμένο καλοκαίρι η εταιρία παραγωγής ρεύματος “Northern Indiana Public Service Co” που εδρεύει στην Ιντιάνα είχε ανακοινώσει ότι θα αποσύρει τις δύο από τις πέντε ανθρακικές τις μονάδες το 2023. Τώρα συμπεριλαμβάνει και τις άλλες τρεις. Η εταιρία των Μεσοδυτικών Πολιτειών που ανήκει στον όμιλο NiSource φέρνει νωρίτερα την απόσυρση τους καθώς εκτιμά ότι για τους 470.000 πελάτες της θα εξοικονομήσει περισσότερα από 4 δισ. δολάρια για τα επόμενα 30 χρόνια.
Ο επικεφαλής της NiSource Τζόε Χάμροκ με δηλώσεις του που δημοσιεύονται στη Wall Street Journal έκανε γνωστό ότι «θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες τεχνολογίες ώστε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί. Η αγορά αλλάζει δομικά».
Μείωση της κατανάλωσης άνθρακα
Αλλά και τα τελευταία στοιχεία της Ενεργειακής Υπηρεσίας των ΗΠΑ δείχνουν ότι η κατανάλωση άνθρακα έπεσε το 2018 στους 691 εκατομμύρια τόνους, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1979, και οι προσδοκίες είναι η συνέχιση της πτώσης και το 2019.
Αλλη μία εταιρία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας η Xcel Energy Inc τον περασμένο μήνα ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να αντικαταστήσει εξολοκλήρου την παραγωγή ρεύματος από άνθρακα. Πρόκειται για την πρώτη εταιρία στις ΗΠΑ που προχωρά σε τέτοια δραστική αλλαγή του μείγματος της. Η Xcel Energy που ηλεκτροδοτεί μέρη του Κολοράντο, της Μινεσότα και άλλων έξι πολιτειών, λέει ότι το 2030 ο άνθρακας στο μείγμα της θα αντιστοιχεί σε μόλις 10%. Να σημειωθεί ότι το 2017 ο άνθρακας ήταν περισσότερος από το 1/3 στο χαρτοφυλάκιο της.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Xcel Μπεν Φόουκ, σύμφωνα με δηλώσεις του που δημοσιεύονται στη WSJ προσδοκά ότι περισσότερο από το 50% της παραγωγής του θα είναι από ΑΠΕ το 2024. Οι ρυθμιστικές αρχές του Κολοράντο αποδέχτηκαν τα σχέδια της Xcel να αποσύρει δύο ανθρακικές μονάδες το 2022 και το 2025, μία δεκαετία νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Θα τις αντικαταστήσει με ΑΠΕ και μπαταρίες αποθήκευσης, εκτιμώντας ότι θα μειώσει τα κόστη της γύρω στα 215 εκατ. δολάρια μέχρι το 2054, όπως ανακοίνωσε η Xcel.
Αλλά και η εταιρία ερευνών Wood Mackenzie αναθεώρησε τις προβλέψεις της για τη μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα. Το 2017 έβλεπε ότι το 2027 θα παύσουν 46 Γιγαβατ ισχύος και πέρυσι ανέβασε το μέγεθος στα 57 Γιγαβάτ.
Η περίπτωση της ΔΕH
Οι δομικές αλλαγές στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που θεωρούνται δεδομένες στην Ε.Ε. αφού έχει θέσει ως στόχο το 2050 τη μηδενική κατανάλωση άνθρακα, σαρώνουν και τις ΗΠΑ.
Στην ελληνική αγορά το εγχείρημα της αποεπένδυσης της εταιρείας από το λιγνίτη συναντά τεράστιες δυσκολίες μια και όπως περιγράφηκε πιο πάνω το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα αρνητικό για τον λιγνίτη. Οι χρηματιστηριακές τιμές ρύπων CO2 προβλέπεται να φτάσουν στα 30 ευρώ ανά τόνο, ενώ οι υποψήφιοι επενδυτές για την απόκτηση των μονάδων της δημόσιας εταιρίας εμφανίζονται διστακτικοί για τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό πώλησης της Μελίτης και της Μεγαλόπολης. Πέραν του αρνητικού περιβάλλοντος οι μονάδες, σύμφωνα με πληροφορίες από τους κόλπους των διεκδικητών, είναι ζημιογόνες κατά 60 με 70 εκατ. ευρώ ετησίως.
Στο πλαίσιο αυτό κυβέρνηση και ΔΕH έχουν προχωρήσει στη χορήγηση κινήτρων, όπως η κατάργηση του τέλους λιγνίτη, η μείωση του προσωπικού αλλά και η προσπάθεια για τη χορήγηση αποζημιώσεων επάρκειας (ΑΔΙ).
Πάντως, το οξύμωρο είναι πως παρά το αρνητικό αυτό περιβάλλον, η δημόσια εταιρεία μόλις πριν από δύο μήνες αποδέχτηκε την πραγματικότητα ανακοινώνοντας τη στροφή της στις ΑΠΕ. Επιπλέον, παρά τα μεγάλα κόστη του λιγνίτη που φέρνουν οι ευρωπαϊκές αποφάσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν καθυστερήσει σημαντικά στη μετάβαση προς τις καθαρότερες μορφές ενέργειας, διατηρώντας μάλιστα στη ζωή και παρανόμως λιγνιτικούς σταθμούς όπως του Αμυνταίου, ο οποίος θα έπρεπε να σβήσει από τον περασμένο Οκτώβριο. Κι αυτό επειδή επίσης υπήρξε ολιγωρία και στην αναθεώρηση του σχεδιασμού για ενεργειακή ασφάλεια, οπότε χωρίς το λιγνίτη, ο κίνδυνος ευστάθειας είναι ορατός για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια.
Πέραν αυτού, παρά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας εδώ και μία εικοσαετία, οι ιδιωτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο που θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικότερο ρόλο στην ασφάλεια του συστήματος αντιμετωπίστηκαν επιφυλακτικά από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά και τις ρυθμιστικές αρχές.