Αλλαγές, με αυξήσεις αλλά και μειώσεις στο κόστος πλασματικών ετών, φέρνει το 2019 για δεκάδες χιλιάδες ασφαλισμένους που επιθυμούν -αλλά και πληρούν τις προϋποθέσεις- να συνταξιοδοτηθούν εξαγοράζοντας χρόνο ασφάλισης.
Το κόστος υπολογίζεται με βάση τον τελευταίο μισθό ή το εισόδημα του επαγγελματία και το ύψος των σημερινών εισφορών. Έτσι, για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους - επιστήμονες και τους αγρότες, το κόστος των πλασματικών ετών ασφάλισης μειώνεται, ακολουθώντας τις εισφορές στο 13,3%. Αντίθετα, για τους δημόσιους υπαλλήλους το κόστος αυξάνεται, ακολουθώντας τη σταδιακή, από το 2017 και έως το 2020, αύξηση των εισφορών που προβλέπεται για το δημόσιο ως εργοδότη.
Προσοχή. Οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν πως αγοράζοντας κανείς χρόνο ασφάλισης μπορεί να βγει νωρίτερα στην σύνταξη ή και να αυξήσει το ποσό της, όμως δεν συμφέρει όλους η εξαγορά. Αφορά κυρίως όσους μπορούν με τα επιπλέον χρόνια, να θεμελιώσουν δικαίωμα συνταξιοδότησης αναδρομικά με διατάξεις του 2010, του 2011 και του 2012, ώστε συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα όρια ηλικίας να αποχωρήσουν. Όπως αφορά κι αυτούς που θα χρησιμοποιήσουν τα πλασματικά έτη για να συμπληρώσουν 40 έτη ασφάλισης και με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας τους να καταθέσουν τα χαρτιά τους. Μάλιστα, εκτιμάται ότι το 2019, 50.000 ασφαλισμένοι είναι αυτοί που μπορούν να προχωρήσουν στην εξαγορά πλασματικών ετών και να βγουν νωρίτερα στη σύνταξη.
Αν είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες ή επιστήμονες του πρώην ΕΤΑΑ, από την 1η Ιανουαρίου 2019 καλούνται να καταβάλλουν χαμηλότερες εισφορές έως και 33,3%, γιατί μειώνεται το ασφάλιστρο για κύρια σύνταξη από 20% στο 13,33%, συμπαρασύροντας έτσι και το κόστος των πλασματικών ετών ασφάλισης. Βέβαια, το κέρδος δεν ισχύει για όσους καταβάλλουν το ελάχιστο ασφάλιστρο, δηλαδή εμπίπτουν στο κατώτατο πλαφόν των 117,2 ευρώ εισφορά για κύρια σύνταξη (δηλώνουν εισόδημα έως 586 ευρώ τον μήνα). Για αυτούς, το κόστος παραμένει ίδιο με αυτό που ίσχυε και το 2018.
Όσοι έχουν διακόψει τη δραστηριότητά τους και δεν έχουν φορολογητέο εισόδημα ή ήταν μισθωτοί το προηγούμενο έτος, μπορούν κι αυτοί να εξαγοράσουν χρόνο με βάση υπολογισμού τον κατώτατο μισθό (586 ευρώ). Για τους αγρότες, ισχύει η χαμηλότερη βάση υπολογισμού, στο 70% του κατώτατου μισθού, ήτοι τα 410 ευρώ τον μήνα.
Αυξημένο κατά 25% θα είναι, το 2019, το κόστος εξαγοράς πλασματικών ετών για τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς αυξάνονται οι εισφορές εργοδότη κατά 3,33 ποσοστιαίες μονάδες. Στην πράξη, δημόσιοι υπάλληλοι που επιθυμούν εντός του έτους να κάνουν χρήση πλασματικών χρόνων ασφάλισης θα υπολογίσουν το κόστος με βάση το συνολικό ασφάλιστρο εργαζόμενου και εργοδότη που ισχύει για το τρέχον έτος, ήτοι 16,67% (10% για τον εργοδότη και 6,67% για τον εργαζόμενο). Το 2018 το κόστος είχε διαμορφωθεί στο 13,34% επί των συντάξιμων αποδοχών του υπαλλήλου τον μήνα υποβολής της εξαγοράς, ενώ το 2020 το ποσοστό θα οριστεί στο 20%, όπως ισχύει και για όλους τους υπόλοιπους μισθωτούς.
Βελτίωση της προσδοκόμενης σύνταξης, με αυξημένο όμως κόστος εξαγοράς, παρέχει, τέλος, πρόσφατη διάταξη που ψηφίστηκε από τη Βουλή, καθώς δίνει τη δυνατότητα σε όσους αναγνώρισαν πλασματικό χρόνο πριν από το Νόμο Κατρούγκαλου αλλά δεν έχουν υποβάλει ακόμη αίτηση συνταξιοδότησης. Αυτοί έχουν τη δυνατότητα να επανυπολογίσουν το κόστος της εξαγοράς, όχι σύμφωνα με την κατώτατη βάση υπολογισμού αλλά σύμφωνα με τον τελευταίο μισθό, όπως ορίζει ο νόμος Κατρούγκαλου, και να βελτιώσουν το ύψος της μελλοντικής τους σύνταξης.