Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΤτΕ: Μείωση φόρων και εισφορών για ανάπτυξη και πλεονάσματα

Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ανάπτυξη από μείωση των ασφαλιστικών εισφορών περιγράφει μελέτη της ΤτΕ. Πώς η μείωση των εισφορών κατά 1 μονάδα οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ ως και κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες.

ΤτΕ: Μείωση φόρων και εισφορών για ανάπτυξη και πλεονάσματα

Μειώστε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και όχι μόνο θα αυξηθεί το ΑΕΠ αλλά πέραν των βραχυχρόνιων αρνητικών επιδράσεων και το πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης θα είναι μεσοπρόθεσμα ενισχυμένο.

Το μήνυμα αυτό εκπέμπει με σαφήνεια η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω ανάλυσης από την οποία προκύπτει ότι αν μειώνονταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα τόσο οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων όσο και οι συντελεστές φορολογίας εισοδήματος, τότε το ΑΕΠ θα κατέγραφε αύξηση το 2019 σε σχέση με το 2018 κατά 1,68 ποσοστιαίες μονάδες, το 2020 κατά 2,47 μονάδες και το 2021 κατά 2,90. Η σωρευτική μακροχρόνια ενίσχυση θα ήταν 4,38%.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ίδια άσκηση οδηγεί σε μόνο οριακή μείωση του πρωτογενούς αποτελέσματος κατά 0,28 ποσοστιαίες μονάδες το 2019 και στη συνέχεια η επίπτωση γίνεται θετική, με ενίσχυση του πρωτογενούς αποτελέσματος κατά 0,02 το 2020 κατά 0,19 το 2021 και κατά 0,79 ποσοστιαίες μονάδες στη μακροχρόνια περίοδο.

Η ανάλυση ξεκινά από την παραδοχή της υπερφορολόγησης, εστιάζοντας κυρίως στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών και δευτερευόντως στο ύψος των φορολογικών συντελεστών.

Το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, ο φόρος προσωπικού εισοδήματος από εργασία και οι ασφαλιστικές εισφορές για ένα τυπικό νοικοκυριό αναλογούσαν στο 23,7% των ακαθάριστων αποδοχών του ή στο 39,0% του συνολικού κόστους εργασίας σε σύγκριση με 14,0% και 26,1% αντίστοιχα για τον ΟΟΣΑ.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η κύρια συνιστώσα της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας για ένα τυπικό νοικοκυριό δεν είναι τόσο η φορολογία εισοδήματος όσο οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε συγκρίνοντας τον τελικό (implicit) φορολογικό συντελεστή που μετρά το μέσο φορολογικό βάρος στη μισθωτή εργασία για το σύνολο της οικονομίας ως ποσοστό των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών. Το 2016 η Ελλάδα συγκαταλεγόταν στην ομάδα των οκτώ χωρών με τον υψηλότερο συντελεστή: 41,0%, έναντι 36,1% και 38,4% για την ΕΕ-28 και την ευρωζώνη (ΕΖ-19) αντίστοιχα.

Η μελέτη της ΤτE

Οπως αναφέρει η κεντρική τράπεζα στην ενδιάμεση έκθεση για την οικονομία, η ανάλυση των επιδράσεων της μείωσης του φορολογικού βάρους στην εργασία πραγματοποιείται με τη χρήση του στοχαστικού δυναμικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το υπόδειγμα ενσωματώνει αδήλωτη παραγωγή και απασχόληση και περιλαμβάνει τρεις συντελεστές που επιβάλλονται στο ακαθάριστο συνολικό εισόδημα από μισθωτή εργασία: (α) τον συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνει τους εργαζομένους (εργατικές εισφορές), (β) τον συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνει τους εργοδότες (εργοδοτικές εισφορές) και (γ) τον φορολογικό συντελεστή στο εισόδημα από μισθωτή εργασία.

Ειδικότερα, εξετάζονται τέσσερα σενάρια πολιτικής, που αφορούν μια μόνιμη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα: (α) του συντελεστή εργατικών εισφορών, (β) του συντελεστή εργοδοτικών εισφορών, (γ) ταυτόχρονα και των τριών συντελεστών που επιβαρύνουν το εισόδημα από μισθωτή εργασία (δηλ. εργατικών και εργοδοτικών εισφορών και φορολογίας εισοδήματος) και (δ) πάλι των τριών αυτών συντελεστών, αλλά αυτή τη φορά σε συνδυασμό με παράλληλη υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση.

Οι Πίνακες Α και Β παρουσιάζουν την επίδραση των μέτρων πολιτικής στο πραγματικό ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Από τα αποτελέσματα προκύπτουν τα εξής: 

Πρώτον, μια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών επιφέρει θετική επίδραση στο ΑΕΠ τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Όταν μάλιστα συνδυάζεται και με μείωση του φόρου εισοδήματος από εργασία, οι θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ ενισχύονται.

Δεύτερον, η θετική αυτή επίδραση στο ΑΕΠ γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όταν η μείωση του φορολογικού βάρους στην εργασία συνδυάζεται με ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση. Ο λόγος είναι ότι η εφαρμογή μέτρων καταπολέμησης της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής δημιουργεί κίνητρα για μεταφορά παραγωγής και απασχόλησης από την ανεπίσημη στην επίσημη οικονομία, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και της συνολικής ζήτησης.

Τρίτον, αν και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών οδηγεί σε επιδείνωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος βραχυπρόθεσμα, έχει εντούτοις θετική επίδραση μεσομακροπρόθεσμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι απαιτείται χρόνος για τη διάχυση των θετικών επιδράσεων από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την αύξηση των φορολογικών εσόδων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος χαρακτηρίζεται οριακή και μικρής διάρκειας στην περίπτωση της μείωσης των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.

Μετριάζεται μάλιστα σημαντικά όταν η φορολογική ελάφρυνση της εργασίας πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση. Αυτό προκύπτει διότι παρατηρείται περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μεγαλύτερη αύξηση των φορολογικών εσόδων τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μεσομακροπρόθεσμα, ενώ περιορίζεται η μείωση των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές.

Συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής

Η φορολογική επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι στις περισσότερες από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργώντας την ανάγκη για υιοθέτηση φορολογικών πολιτικών που είναι πιο φιλικές προς την οικονομική ανάπτυξη. Δημοσιονομικά μέτρα ελάφρυνσης του φορολογικού βάρους στην εργασία μέσω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών, καθώς και του φόρου εισοδήματος από μισθωτή εργασία, οδηγούν σε τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τόσο στη βραχυχρόνια όσο και τη μακροχρόνια περίοδο.

Σε ένα περιβάλλον περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας είναι αναγκαίο να συνδυάζεται με την ταυτόχρονη υιοθέτηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση και την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Η ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων και μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης όχι μόνο ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά βοηθά και στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v