Πυκνώνουν κι άλλο τα σύννεφα για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία, καθώς στα ήδη υπάρχοντα μεγάλα προβλήματα του κλάδου φαίνεται πως μέσα στο 2019 θα προστεθούν και νέα.
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Επίλεκτος Ευριπίδης Δοντάς αναφέρθηκε -στο πλαίσιο της πρόσφατης τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της εισηγμένης εταιρείας- σε συνολική ύφεση στις αγορές του εξωτερικού, η οποία στον κλάδο μεταφράζεται σε μειωμένη ζήτηση βάμβακος, εξέλιξη που πολύ πιθανόν να πλήξει περαιτέρω την κλωστοϋφαντουργία μέσα στους επόμενους μήνες. Και αυτό σε μια δραστηριότητα, όπου κατά κύριο λόγο είναι για τις ελληνικές εταιρείες εξαγωγική.
Οι εξελίξεις αυτές αποδίδονται στα σοβαρά οικονομικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου, αλλά και στα προβλήματα που σχετίζονται με την κατάσταση των νοικοκυριών στην Ευρώπη.
Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν και εγχώριοι παράγοντες, οι οποίοι έρχονται να επισκιάσουν ακόμη περισσότερο τις προοπτικές του 2019. Πρόκειται για τους φόβους για την αύξηση:
α) Του κόστους στην ηλεκτρική ενέργεια (ουσιαστικά η μεγαλύτερη κατηγορία κόστους στον κλάδο, μαζί με το εργατικό) και
β) Του κόστους μισθοδοσίας, την ώρα μάλιστα που ούτε το υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος αποκλιμακώνεται, ούτε ρευστότητα διοχετεύεται στις επιχειρήσεις από τον τραπεζικό τομέα.
«Η Ελλάδα θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική κλωστοϋφαντουργία και που πιθανότατα θα ενταθούν μέσα στο 2019, ωστόσο πώς να γίνει κάτι τέτοιο, όταν το ένα αντικίνητρο ακολουθεί το άλλο και όταν δεν υπάρχει χρηματοδότηση για να προχωρήσουν οι εξαγωγές», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας του κλάδου, συμπληρώνοντας:
«Μέσα στο 2019 στην Τουρκία θα κληθούν να αναχρηματοδοτηθούν δάνεια της τάξεως των 170 δισ. δολαρίων, σημαντικό τμήμα των οποίων αφορά την κλωστοϋφαντουργία. Είναι προφανές ότι τα χρήματα αυτά δεν υπάρχουν στη γείτονα χώρα. Οι τουρκικές κλωστοϋφαντουργίες είναι κυρίως δανεισμένες σε δολάρια και προφανώς -εκτός των άλλων- έχουν υποστεί βαρύτατες συναλλαγματικές απώλειες.
Ας μην ξεχνούμε επίσης, πως περίπου το μισό βαμβάκι που χρησιμοποιούν το εισάγουν και αυτό σε όρους δολαρίου, δηλαδή σε πολύ αυξημένες τιμές λόγω της κατακρήμνισης του εθνικού τους νομίσματος. Μέχρι σήμερα, χρησιμοποιούν την εγχώρια παραγωγή βάμβακος, ωστόσο ζητούμενο είναι το πώς θα αντιδράσουν όταν αυτή σε κάποιους μήνες εξαντληθεί. Επί του παρόντος, έχουν κάθε κίνητρο να εξάγουν προϊόντα με τη βοήθεια της χαμηλότερης συναλλαγματικής ισοτιμίας, έστω και με μηδαμινά ή και αρνητικά περιθώρια, προκειμένου να αντλούν ρευστότητα.
Οι τουρκικές εταιρείες επίσης κινδυνεύουν, λόγω και των πρακτικών που τους επιβάλλει η κυβέρνηση Ερντογάν. Ειδικότερα, υποχρεώνονται να μετατρέψουν σε τοπικές λίρες το συνάλλαγμα που εισπράττουν από τις εξαγωγές και στη συνέχεια να αιτηθούν την εξαγωγή συναλλάγματος, όταν θα θελήσουν να αγοράσουν βαμβάκι από το εξωτερικό. Με τον τρόπο όμως αυτό δεν μπορούν να αμυνθούν έναντι μιας ενδεχόμενης νέας διολίσθησης της λίρας».
Παρ' όλα αυτά, στην Ελλάδα επικρατεί έντονος σκεπτικισμός για το κατά πόσο θα μπορούσαν οι ελληνικές εταιρείες να ευνοηθούν ουσιαστικά από τα προβλήματα των Τούρκων ανταγωνιστών τους, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία δείχνει να ανακάμπτει και που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντείνει τις πολιτικές της για αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης.