Εννιά στα δέκα ευρώ των εσόδων από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων καταβάλλονται από το 19% των φορολογουμένων. Μόνο και μόνο αυτό το στοιχείο, το οποίο ενσωματώνεται στη μελέτη που εκπόνησε ο καθηγητής Βασίλης Ζουμπουλίδης, είναι αρκετό για να δείξει το μέγεθος της αδικίας του σημερινού φορολογικού συστήματος. Η επέκταση της συζήτησης σε άλλες κατηγορίες φορολογικών εσόδων αναδεικνύει αντίστοιχα ευρήματα. Λίγοι σηκώνουν τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη.
Στο μέτωπο του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, η επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ σε συνάρτηση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το 83% του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων καταβάλλεται από το 4,5% των επιχειρήσεων ενώ όσον αφορά στον ΕΝΦΙΑ, το 66% των εισπράξεων προέρχεται από τις τσέπες του 33% των ιδιοκτητών. Αν προστεθεί η εικόνα των φυσικών προσώπων, όπου το 19% των φορολογουμένων καταβάλλει το 90% του φόρου εισοδήματος, το παζλ συμπληρώνεται.
«Η άντληση των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα πραγματοποιείται από έναν ολοένα και μικρότερο κύκλο ιδιωτών και επιχειρήσεων, που καλούνται να επωμισθούν ολοένα και περισσότερα φορολογικά βάρη», σημειώνει ο Βασίλης Ζουμπουλίδης, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής στο ΑΤΕΙ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η μελέτη περιλαμβάνεται στις θέσεις του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για τον κρατικό προϋπολογισμό 2019.
Αν επιχειρήσουμε να προσαρμόσουμε τα στατιστικά στοιχεία της μελέτης στα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα στατιστικά της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, καταλήγουμε στα εξής:
- Τα 7,6 δισ. ευρώ φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων από το σύνολο των 8,5 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού καταβάλλονται από περίπου 1,6 εκατομμύρια φορολογουμένων σε σύνολο 8,5 εκατομμυρίων ΑΦΜ. Η παράμετρος της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής πρέπει να ληφθεί υπόψη όπως άλλωστε και το αφορολόγητο, τα σημερινά όρια του οποίου εκτιμάται πως καλύπτουν περισσότερα από 3 εκατομμύρια φορολογουμένων με χαμηλά εισοδήματα. Οι ανάγκες του κράτους για έσοδα αυξήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, οι φορολογικοί συντελεστές εκτινάχθηκαν στα ύψη, οι φορολογούμενοι «οχυρώθηκαν» -όσοι μπορούσαν- σε χαμηλά επίπεδα δηλωθέντων εισοδημάτων για να γλιτώσουν είτε φόρους είτε εισφορές και κάπως έτσι ένα στρεβλό φορολογικό σύστημα έγινε αφόρητο για τους συνεπείς.
- Σε σύνολο 3,5 δισ. ευρώ φόρων εισοδήματος που βεβαιώνονται στα νομικά πρόσωπα, τα 2,9 δισ. ευρώ καταβάλλονται από 11.250 επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλήθος αντιστοιχεί το 4,5% των περίπου 250.000 νομικών προσώπων που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
- Κάθε χρόνο, από το 2014, οπότε εισέβαλε στη ζωή μας, η εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ οδηγεί στη βεβαίωση φόρων πάνω από τα 3 δισ. ευρώ. Δεν πρέπει να προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι 2 εκατομμύρια ιδιοκτήτες πληρώνουν δύο στα τρία ευρώ του φόρου ή συνολικά περίπου 2 δισ. ευρώ. Ενδεικτικό είναι ότι οι πρόσφατες παρεμβάσεις της κυβέρνησης για μείωση κατά 30% στον ΕΝΦΙΑ σε ιδιοκτήτες με ακίνητη περιουσία έως 60.000 ευρώ οδηγούν σε ελαφρύνσεις 3,5 εκατομμύρια ιδιοκτητών ακινήτων.
Στη μελέτη του, ο καθηγητής Βασίλης Ζουμπουλίδης επιχειρεί μια μικροοικονομική προσέγγιση των φορολογικών εσόδων, αναζητώντας μεταξύ άλλων το ιδανικό επίπεδο μειωμένων φόρων, ώστε να προκύψει αυτοχρηματοδότηση των εσόδων από την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
Αν το κράτος μειώσει τους φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, το 50% της συγκεκριμένης μείωσης θα αυτοχρηματοδοτηθεί από την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης, αναφέρει μελέτη των οικονομολόγων Herald Uhlig και Mathias Trabandt, σχετικά με την αυτοχρηματοδότηση των φορολογικών εσόδων, ύστερα από μία μείωση των φορολογικών συντελεστών.
«Σε ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό αυτοχρηματοδότησης καταλήγει μια άλλη μελέτη από τον επικεφαλής οικονομολόγο της Allianz, Michael Heise, ο οποίος υπολόγισε τις επιδράσεις από μια μείωσης φόρου ύψους 10 δισ. ευρώ για τους χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος φορολογούμενους. Δεδομένου ότι αυτή η ομάδα εισοδήματος θα έχει πλέον στη διάθεσή της περισσότερο εισόδημα, θα το χρησιμοποιήσει σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Η υψηλότερη ζήτηση που θα προκύψει, θα χρηματοδοτήσει σε ποσοστό μέχρι και 60% τη μείωση των φορολογικών εσόδων».
Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης του κ. Ζουμπουλίδη είναι ότι εκτός από τα αναπτυξιακά μέτρα μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, απαιτούνται κυρίως μέτρα βραχυπρόθεσμης στόχευσης, που θα επιφέρουν κυρίως τόνωση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών.