Βαθύ πλήγμα σε μια σειρά κρίσιμων ποιοτικών δεικτών, που εκτείνονται από τις επιδόσεις του δημόσιου τομέα έως την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση της χώρας, έχει αφήσει η περίοδος της κρίσης, πέρα από την εκτίναξη των φορολογικών βαρών σε βάρος της ανάπτυξης και της κοινωνίας αλλά υπέρ της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ο ανώτατος οριακός συντελεστής φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων από 40% το 2009 εκτινάχθηκε στο 55% το 2017, ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ από το 19% στο 24% και ο ετήσιος φόρος στην ακίνητη περιουσία ως ποσοστό των φορολογικών εσόδων υπερδιπλασιάστηκε από 3,1% σε 7,1%. Την υπερφορολόγηση την έχουμε βιώσει όλοι. Δεν έχει γίνει ίσως αντιληπτή η διάβρωση την οποία υπέστησαν στα χρόνια της κρίσης μια σειρά ποιοτικών δεικτών στους οποίους η υστέρηση σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο ήταν εμφανής πριν καν έρθουν τα Μνημόνια.
Ο Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος της Alpha Bank, με μια εντυπωσιακή ομιλία κατά την τελετή υποδοχής του ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών, κατέγραψε το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η οικονομική και ιδιαίτερα η δημοσιονομική πολιτική και τις μεταβολές των διαφόρων εκφάνσεών του, την περίοδο 2009-2017.
Τα ευρήματα είναι συγκλονιστικά και αναδεικνύουν τη γύμνια της Ελλάδας σε πολλά μέτωπα.
Ξεκινώντας από την ποιότητα της διακυβέρνησης στην Ελλάδα, με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας και του World Economic Forum, ο συνολικός δείκτης ποιότητας διακυβέρνησης από το 1996 και μετά φαίνεται να αγγίζει το υψηλότερο επίπεδο (πάνω από τις 75 μονάδες) το 2004. Έκτοτε η πορεία είναι καθοδική, με οριακές αναλαμπές το 2013 και αντιστροφή των τάσεων την περίοδο 2016-17, παραμένοντας όμως κάτω από τις 65 μονάδες.
«Ενώ στις άλλες χώρες που υπήχθησαν σε προγράμματα στήριξης, αλλά και κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 28), η ποιότητα διακυβέρνησης παρέμεινε σχεδόν σταθερή από το 2000 και μετά, στην Ελλάδα υπήρξε μια σταθερή επιδείνωση. Ενώ μέχρι το 2004 ο δείκτης διακυβέρνησης στη χώρα μας ήταν κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, από τότε και μετά παρατηρείται μια συνεχής απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ, αν και μετά το 2016 παρατηρείται μία μικρή βελτίωση», σημείωσε ο κ. Ράπανος.
Δραματική είναι η επιδείνωση και της εξέλιξης της επίδοσης του δημόσιου τομέα. Η σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις Κύπρου, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας δείχνει μια διαχρονική υστέρηση της Ελλάδας, με τις επιδόσεις του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα να κάνουν «βουτιά» από το 2010 έως το 2013, πριν ανακάμψουν έως το 2015, για να επιστρέψουν σε τροχιά πτώσης την περίοδο 2015-17.
«Η Ελλάδα υστερούσε σε σχέση με τις άλλες χώρες και τον μέσο όρο της ΕΕ και πριν από την κρίση, αλλά ο δείκτης επιδεινώθηκε πολύ σε όλη την περίοδο μέχρι το 2013 και μετά από μια μικρή ανάκαμψη το 2013, παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο. Από τις άλλες χώρες ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της Ιρλανδίας, στην οποία αμέσως μετά την κρίση έχουμε μια αξιοσημείωτη βελτίωση της επίδοσης του δημόσιου τομέα, γεγονός που συνετέλεσε και στην ταχεία έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης. Στην Κύπρο υπήρξε μικρή χειροτέρευση ήδη πριν από την κρίση, αλλά μετά το 2015 υπήρξε βελτίωση. Τέλος, για την Πορτογαλία υπήρξε μια σημαντική επιδείνωση με την έναρξη της διεθνούς κρίσης, αλλά μετά την υπαγωγή της σε πρόγραμμα παρατηρείται μια αξιόλογη βελτίωση, αν και συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ.
Η εμπιστοσύνη
Η παράμετρος της «εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα αναδείχθηκε τα χρόνια των Μνημονίων, ιδίως στις σχέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές και τους Ευρωπαίους εταίρους. Η απώλεια στηρίξεων εμπιστοσύνης συνήθως οδηγούσε σε πιέσεις στις τράπεζες, στο χρηματιστήριο, στην πραγματική οικονομία. Η σύγκριση των δεικτών εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, σε χώρες που πέρασαν τη δοκιμασία των Μνημονίων, οδηγεί σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
«Χωρίς εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και στους άλλους κοινοβουλευτικούς θεσμούς είναι δύσκολο να υλοποιηθούν πολιτικές που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και τη μακροχρόνια ευημερία μιας κοινωνίας. Η μείωση της εμπιστοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη συμμόρφωση των πολιτών και επιχειρήσεων στη νομοθεσία και στους κανόνες και γενικότερα στις υποχρεώσεις τους. Πέρα όμως από τις επιπτώσεις στην οικονομία, η εμπιστοσύνη είναι και πυλώνας νομιμοποίησης και διατήρησης του πολιτικού συστήματος», σημείωσε ο κ. Ράπανος, την ώρα που το διάγραμμα φανέρωνε ότι «ο μέσος όρος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση στις χώρες της ΕΕ μειώθηκε ελαφρά την περίοδο της κρίσης, αλλά το 2017 έχει επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα. Για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, η εμπιστοσύνη το 2017 είναι σε επίπεδα υψηλότερα εκείνων πριν από την κρίση. Για την Κύπρο, η πτώση ήταν η πλέον δραματική σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, αλλά και εκεί παρατηρείται σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Στην Ελλάδα, ο δείκτης εμπιστοσύνης το 2004 ήταν πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά το 2007 και μετά παρουσιάζει μια σημαντική πτώση. Το 2015 παρατηρήθηκε μια μικρή ανάκαμψη, αλλά μετά μειώθηκε ξανά και το 2017 είναι και πάλι χαμηλά και μάλιστα το επίπεδο του δείκτη είναι το μικρότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρόμοια είναι και η εικόνα για άλλους δείκτες, όπως η εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο και στα πολιτικά κόμματα».
Οι φόροι
Δεν υπάρχει άλλη χώρα της ευρωζώνης στην οποία το φορολογικό βάρος ως ποσοστό του ΑΕΠ να αυξήθηκε κατά 9,3 μονάδες ανάμεσα στο 2009 και το 2017. Στην Πορτογαλία, στο ίδιο διάστημα, το φορολογικό βάρος αυξήθηκε κατά 3,9 μονάδες του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία υπήρξε μείωση 5,7 μονάδων, στην Κύπρο η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης ήταν 2,6%.
Σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξε παράλληλα αύξηση του ανώτατου οριακού φορολογικού συντελεστή φυσικών προσώπων κατά 15 μονάδες, από το 40% στο 55%, με την Πορτογαλία να καταγράφει όμως αύξηση 14 μονάδων.
Ο ανώτατος οριακός συντελεστής στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι ο τέταρτος υψηλότερος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετά τη Σουηδία, την Πορτογαλία και τη Δανία. Παράλληλα όμως με την αύξηση του ανώτατου οριακού συντελεστή στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υπήρξε και σημαντική μείωση του αφορολόγητου ορίου και περιορίστηκαν ή καταργήθηκαν μια σειρά από απαλλαγές και εκπτώσεις.
Η φορολογική επιβάρυνση μιας οικογένειας με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο, είναι η τέταρτη υψηλότερη σε ένα δείγμα 21 χωρών που είναι ταυτόχρονα μέλη της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ και 16η σε επίπεδο εισοδήματος.