Ο ένας από τους πυλώνες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι ρυθμίσεις, διαφαίνεται ότι δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα, γεγονός που μεταβάλλει τον στρατηγικό σχεδιασμό των τραπεζών και τις οδηγεί στην εφαρμογή πιο επιθετικών πολιτικών, προκειμένου να πιάσουν τον στόχο μείωσης των «κόκκινων» δανείων κάτω από το 20% μέχρι το τέλος του 2021.
Εξού και οι τράπεζες έχουν δεσμευθεί στους στόχους της 3ετίας να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 25 δισ. ευρώ -που αντιστοιχεί στο 50% της συνολικής μείωσης- από πωλήσεις και τιτλοποιήσεις.
«Τα περιθώρια ανάκτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και επιστροφής τους σε καθεστώς εξυπηρέτησης μέσω των ρυθμίσεων μειώνονται», αναφέρει στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος τράπεζας, δίνοντας το στίγμα του τι συμβαίνει με τις ρυθμίσεις δανείων.
Προς επίρρωση αυτής της διαπίστωσης αξίζει να αναφερθεί ότι κάθε χρόνο οι τράπεζες μειώνουν το ποσοστό συνδρομής των ρυθμίσεων, στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Τον Σεπτέμβριο του 2017 είχαν δεσμευθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) ότι η μείωση θα προερχόταν κατά 25%-30% -ανάλογα με την τράπεζα- από ρυθμίσεις δανείων. Στα πλάνα με τους στόχους που υπέβαλαν στον SSM πριν από δύο μήνες (σ.σ. τον Σεπτέμβριο του 2018) μείωσαν το εν λόγω ποσοστό στο 20%.
«Ακόμη και αυτός ο στόχος είναι δύσκολα επιτεύξιμος, τουλάχιστον για το 2019», εξηγεί ο συνομιλητής μας και προσθέτει: «Τα δάνεια που ρυθμίζονται δεν αποκαθίστανται. Μετά τους τρεις πρώτους μήνες ξεκινά η απορρύθμιση και το 50% αυτών γίνεται εκ νέου μη εξυπηρετούμενο». Με βάση τα επίσημα στοιχεία, τα δάνεια (όλων των κατηγοριών, στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά) που έχουν ρυθμισθεί ανέρχονται σε περίπου 50 δισ. ευρώ.
Οι αιτίες και οι ευάλωτοι
Τραπεζικές πηγές αποδίδουν την αδυναμία απόδοσης των ρυθμίσεων σε μία σειρά από λόγους που στο σύνολό τους έχουν ως κοινή ρίζα (σ.σ. στην πλειονότητα των υποθέσεων) την έλλειψη ικανοποιητικών εισοδηματικών πόρων από την πλευρά των δανειοληπτών, αλλά και την πολλαπλή υπερχρέωσή τους καθώς εκτός από το δάνειο έχουν χρέη και προς την εφορία.
«Αν δεν πάρει τα πάνω της η οικονομία και δεν υπάρξει ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3-3,5%, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και όχι θέσεις part time απασχόλησης και δεν αυξηθούν οι μισθοί, μεγάλο ποσοστό ιδιωτών δανειοληπτών δεν θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλι», αναφέρει έτερη τραπεζική πηγή.
Η πλέον αδύναμη κατηγορία δανειοληπτών είναι, όπως αναφέρουν οι αρμόδιες πηγές, όσοι έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο και ανήκαν, πριν η οικονομική κρίση βαθύνει, στη μεσαία τάξη. «Πρόκειται για τους δανειολήπτες που ρυθμίζουν και ξαναρυθμίζουν το δάνειό τους, ωστόσο το εισόδημά τους δεν αυξάνεται, αντίθετα έχουν αυξηθεί οι υποχρεώσεις τους μέσω των φόρων και των εισφορών», τονίζουν. Ενισχυτικά στη μείωση του εισοδήματος συμβάλλουν και οι κατασχέσεις από την εφορία.
Στους «ευάλωτους» ανήκουν και οι επαγγελματίες όπως οι μηχανικοί, αλλά και πολύ μικροί επιχειρηματίες με οικογενειακές επιχειρήσεις. Και στις δύο αυτές κατηγορίες παρατηρείται ότι αρχίζει η απορρύθμιση του ρυθμισμένου δανείου στο 4μηνο.
Πιο συνεπείς
Η εικόνα όσον αφορά τις ρυθμίσεις δανείων αλλάζει προς το καλύτερο στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, όχι όλες, αλλά σε όσες ο επιχειρηματίας είναι συνεργάσιμος και συμβάλλει στην εξυγίανση του τραπεζικού δανεισμού της εταιρείας του.
Βαρόμετρο στην εξέλιξη της ρύθμισης εν προκειμένω αποτελεί, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση, δηλαδή πόσο βιώσιμος είναι και αν έχει εξαγωγικό χαρακτήρα. Στην εν λόγω κατηγορία η απορρύθμιση του δανείου που ρυθμίστηκε αρχίζει μετά την πάροδο 6-8 μηνών από τη χρονική έναρξη της ρύθμισης.