Με δεδομένο ότι απομένουν λιγότερο από δώδεκα μήνες για τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, εντείνεται το ενδιαφέρον της ασφαλιστικής αγοράς για το πώς τελικά θα διαμορφωθούν οι προεκλογικές θέσεις των πολιτικών κομμάτων σχετικά με τα αιτήματα του κλάδου και ιδιαίτερα για το κατά πόσο οι όποιες εξαγγελίες τους μεταφραστούν σε πράξη μετά το άνοιγμα της κάλπης.
Μέχρι σήμερα, πάντως, τα πράγματα έχουν ως εξής.
Στο συνταξιοδοτικό, οι ασφαλιστικές εταιρείες προτείνουν το σύστημα των τριών πυλώνων, όπου:
α) Ο πρώτος πυλώνας (κοινωνική ασφάλιση) θα συνεχίσει να παίζει τον σημερινό του ρόλο.
β) Ο δεύτερος πυλώνας (Επαγγελματικά Ταμεία) θα είναι υποχρεωτικός και θα δίνεται στους εργαζόμενους το δικαίωμα επιλογής μεταξύ ιδιωτικών και (ενδεχομένως) κρατικών φορέων.
γ) Ο τρίτος πυλώνας (συμβόλαια ιδιωτικής ασφάλισης) θα συνεχίσει τον ρόλο του, με παράλληλη ενίσχυσή του μέσω φορολογικών κινήτρων (υπήρχαν κατά το παρελθόν, ωστόσο καταργήθηκαν μέσα από μνημονιακές διατάξεις). Λόγω της γνωστής δημοσιονομικής δυσχέρειας, το φορολογικά αυτά κίνητρα θα μπορούν να είναι οπισθοβαρή (δηλαδή να έχουν εφαρμογή μετά την πάροδο κάποιων ετών ασφάλισης) και έτσι να δοθούν όταν η ελληνική οικονομία θα έχει ανακάμψει σημαντικά και η δημοσιονομική κατάσταση θα έχει τακτοποιηθεί.
Τα αιτήματα των ασφαλιστικών εταιρειών για τον δεύτερο πυλώνα υποστηρίζονται από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι -υπό προϋποθέσεις- ανοιχτός στο να συζητήσει μια λύση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση (βλέπε δηλώσεις του υπουργού κ. Δημήτρη Λιάκου για τα Επαγγελματικά Ταμεία).
Στον κλάδο υγείας, δύο είναι τα βασικά αιτήματα των ασφαλιστικών εταιρειών. Το πρώτο αφορά τη σύμπραξη μέσω ΣΔΙΤ μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των κρατικών νοσοκομείων, ενώ το δεύτερο, τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων στα συμβόλαια του συγκεκριμένου τύπου (σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δαπανών υγείας το καλύπτουν τα ίδια τα νοικοκυριά από την τσέπη τους).
Σε ό,τι αφορά τα ΣΔΙΤ, η Νέα Δημοκρατία τα έχει υποστηρίξει εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, χωρίς όμως κατά την περίοδο της δικής της διακυβέρνησης να προχωρήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο υπουργός της κυβέρνησης κ. Στέργιος Πιτσιόρλας, χωρίς ωστόσο κατά την τελευταία διετία (από την περίοδο που εξέφρασε δημόσια τη συγκεκριμένη θέση του) να έχει προχωρήσει κάτι το χειροπιαστό.
Εκεί που οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν έχουν εξασφαλίσει -ανοιχτά τουλάχιστον- τη συναίνεση κάποιας πολιτικής δύναμης είναι το κομμάτι της κάλυψης των φυσικών καταστροφών. Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν προτείνει τη θέσπιση ομαδικών πακέτων κάλυψης τουλάχιστον έναντι σεισμών (αφήνοντας ανοιχτό το αν αυτά θα πρέπει να θεσπιστούν υποχρεωτικά από την Πολιτεία ή όχι), προκειμένου οι πρώτες κατοικίες των νοικοκυριών να είναι καλυμμένες έναντι ενός πολύ χαμηλού ασφαλίστρου.
Τα πολιτικά κόμματα φαίνεται να κρατούν σαφείς αποστάσεις έναντι του «υποχρεωτικού» της ασφάλισης, καθώς φοβούνται πως κάτι τέτοιο θα εκληφθεί από τους πολίτες ως ένα «νέο χαράτσι», την ώρα που η ήδη υπάρχουσα φορολογία στα ακίνητα είναι δυσβάστακτη.
Αντίθετα, ικανοποιημένες είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες σχετικά με τις εξελίξεις στα συμβόλαια του κλάδου αυτοκινήτου, κυρίως γιατί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) υλοποίησε στην πράξη τις απαιτούμενες διασταυρώσεις και έτσι εντοπίζονται κατά διαστήματα τα ανασφάλιστα οχήματα. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ασφαλιστούν επιπλέον γύρω στις 600-700 χιλιάδες οχήματα και να παραμένουν ακάλυπτα σήμερα γύρω στις 200-300 χιλιάδες, αρκετά εκ των οποίων φέρεται να βρίσκονται στις «μάντρες» αυτοκινήτων.
Τέλος, στο σημείο που συμφωνούν απόλυτα οι ασφαλιστικές εταιρείες και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων είναι η συνέχιση της αυστηρής εποπτείας που έχει ξεκινήσει εδώ και τρία χρόνια (βλέπε Solvency II) μέσα από την Τράπεζα της Ελλάδος και την αρμόδια ευρωπαϊκή αρχή (EIOPA), προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη λυπηρών φαινομένων, όπως αυτό του Ομίλου ΑΣΠΙΣ το φθινόπωρο του 2009.