Μετά από τρεις γύρους ανακεφαλαιοποιήσεων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στη ζώνη του ευρώ και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν επιπλέον πιστωτικές ζημίες, όπως έδειξε η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, τόνισε ο επικεφαλής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας στην τοποθέτησή του στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης μεταξύ των διοικητών κεντρικών τραπεζών της Ε.Ε.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την κεντρική τράπεζα για χρηματοδότηση, ανακτώντας την πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά και εκδίδοντας καλυμμένες ομολογίες. Παράλληλα, οι καταθέσεις πελατών αυξάνονται σταδιακά.
Ωστόσο, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων παραμένει υψηλός και αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Οι τράπεζες έχουν θέσει επιχειρησιακούς στόχους για τη σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέχρι το τέλος του 2019. Παράλληλα, έχουν εφαρμοστεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό την άρση των διοικητικών, νομικών και δικαστικών εμποδίων για την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, καθώς και για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων με την ίδρυση εταιριών απόκτησης και διαχείρισης τέτοιων δανείων.
Οι προσπάθειες αυτές, τόνισε, έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς: σύμφωνα με στοιχεία τέλους Ιουνίου του 2018, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έφθασε τα 88,6 δισεκ. ευρώ (47,6% του συνόλου των ανοιγμάτων), μειωμένο κατά 17,3% ή 18,6 δισεκ. ευρώ από το ανώτατο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016.
Μέχρι σήμερα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προέρχεται κατά κύριο λόγο από διαγραφές δανείων. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις εισπράξεις, τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων. Ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αναμένεται να επιταχυνθεί, με βάση τους αναθεωρημένους, πιο φιλόδοξους στόχους των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που έχουν τεθεί για την περίοδο έως το 2021.
Οπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα ενισχύσει επίσης την οργανική κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου των τραπεζών, βοηθώντας τις να επιτελέσουν και πάλι το διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να καθιερώσουν ένα βιώσιμο μοντέλο λειτουργίας.
Τα παραπάνω είναι ύψιστης σημασίας για τη χρηματοδότηση καινοτόμων και εξωστρεφών επενδυτικών πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας, κατέληξε στην αναφορά του για τις ελληνικές τράπεζες.