«Πονοκέφαλο» προκαλεί στις διοικήσεις των τραπεζών η ανάγκη μείωσης του προσωπικού για τις εν Ελλάδι δραστηριότητές τους, λόγω ραγδαίας συρρίκνωσης των συναλλαγών που διενεργούνται στα γκισέ, και της επιτακτικής πίεσης να μειωθούν τα κόστη, ώστε να βελτιωθεί η προ προβλέψεων κερδοφορία.
Τα μέχρι τώρα στοιχεία από τα φετινά προγράμματα παροχής κινήτρων πρόωρης αποχώρησης στο προσωπικό δείχνουν ότι το συγκεκριμένο «εργαλείο» εξαντλεί τη δυναμική του.
Με βάση τις αναλυτικές οικονομικές καταστάσεις και όσα δήλωσαν στις τελευταίες δύο τηλεδιασκέψεις (αποτελέσματα α’ και β’ τριμήνου) οι διοικήσεις τους, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα ξοδέψουν φέτος 280 εκατ. ευρώ, επιτυγχάνοντας, μέσω εθελουσίας ή στοχευμένων προγραμμάτων, την αποχώρηση περίπου 2.600 εργαζομένων από τις εν Ελλάδι δραστηριότητές τους.
Την ίδια στιγμή, η ετήσια εξοικονόμηση δαπανών δεν θα ξεπεράσει, αθροιστικά, τα 110 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα ο μέσος χρόνος απόσβεσης του κόστους να διαμορφώνεται, πλέον, στα 2,5 χρόνια.
Παράλληλα, όμως, η πίεση που δέχονται τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες και η ανάγκη ψηφιοποίησης σειράς εργασιών επιβάλλουν την περαιτέρω συρρίκνωση δικτύου και προσωπικού.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, το άριστο μέγεθος για την ελληνική αγορά, λαμβάνοντας υπόψη τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν για ψηφιοποίηση εργασιών και τη σταδιακή ανάκαμψη της ζήτησης για νέες χορηγήσεις, κινείται πέριξ των 350 με 400 καταστημάτων.
Η δε υλοποίηση των πλάνων επιθετικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures- NPEs) θα καταστήσει πλεονάζον μέρος του προσωπικού, που απασχολείται σήμερα στις διακριτές εσωτερικές διευθύνσεις, οι οποίες χειρίζονται τα «κόκκινα» δάνεια.
Ο προβληματισμός είναι δεδομένος και αυτό φάνηκε και από την κίνηση της διοίκησης της Πειραιώς να προτείνει στους εργαζόμενους εθελοντική μερική απασχόληση. Ετσι, μια από τις λύσεις που εξετάζουν οι τράπεζες είναι να δοθεί η δυνατότητα σε όσους αγοράσουν μεγάλα χαρτοφυλάκια με «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια ή δάνεια μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων να πάρουν και μέρος του προσωπικού των τραπεζών, που χειρίζεται τους παραπάνω φακέλους.
Το ίδιο έχει συμβεί στην Κύπρο, όπου τόσο η Ελληνική Τράπεζα όσο και η Τράπεζα Κύπρου (σ.σ. είναι σε εξέλιξη η διαδικασία) μεταβίβασαν προσωπικό στις εταιρείες που αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια ή τους τίτλους μειωμένης εξασφάλισης (junior note) τιτλοποιήσεων, αναλαμβάνοντας την ίδια στιγμή τη διαχείριση του συνόλου των δανείων που αποτελούν το κάλυμμα της έκδοσης.
Σε αυτή την περίπτωση, το προσωπικό αποζημιώνεται κανονικά για τον χρόνο υπηρεσίας του στην τράπεζα και καλείται να υπογράψει σύμβαση τουλάχιστον διετίας με τον επόμενο εργοδότη. Για να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή μια τέτοια εξέλιξη, οι τράπεζες μπορούν να προσφέρουν συμπληρωματικές καλύψεις (π.χ. ιατροφαρμακευτική κάλυψη από το ομαδικό συμβόλαιο, συνέχιση κάποιων επιδομάτων κ.ά.) για ένα χρονικό διάστημα δύο ή τριών ετών μετά τη λύση της σύμβασης.