Την εκτίμησή της ως προς τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν μεμονωμένες χώρες να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη, λόγω μιας κρατικής οικονομικής κρίσης, δημοσιοποιεί για πρώτη φορά η DBRS, κατατάσσοντας τις χώρες σε τρεις κατηγορίες κινδύνου: χαμηλή, μέτρια και υψηλή.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην κατηγορία του μέτριου κινδύνου εξόδου από την ευρωζώνη, ενώ καμία χώρα -ούτε η Ιταλία- δεν κατατάσσεται στην κατηγορία του υψηλού κινδύνου. Χαμηλός είναι ο κίνδυνος εξόδου για Αυστρία, Βέλγιο, Κύπρο, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία.
Όπως αναφέρει η DBRS, ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα «ξεχωρίζει» από τις υπόλοιπες δεκαοκτώ χώρες ως προς το επίπεδο ρίσκου είναι το υψηλό χρέος της χώρας προς επίσημους φορείς, το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει σταδιακά να αποπληρώσει μέσω των πρωτογενών πλεονασμάτων. Παρά τους ευνοϊκούς όρους για το χρέος της Ελλάδας, η DBRS θεωρεί πως αυτό το χρέος θα γίνει και πάλι πηγή έντασης μεταξύ της Ελλάδας και των βασικών πιστωτών της. Αν η χώρα δεν καταφέρει να διατηρήσει τις δεσμεύσεις της για το πρωτογενές πλεόνασμα, τότε οι πιστωτές ίσως φανούν λιγότερο πρόθυμοι να εξετάσουν επιπλέον ελάφρυνση χρέους. Αν η χώρα έρθει ταυτόχρονα αντιμέτωπη με μια επίμονα χαμηλή ανάπτυξη, τότε μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να συμπεράνει πως η Ελλάδα έχει εξαντλήσει άλλες επιλογές και πως το κόστος παραμονής στη νομισματική ένωση είναι υπερβολικά μεγάλο.
Σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες ρίσκου, η DBRS σημειώνει πως αναμένει να παραμείνουν γενικά σταθερές, απουσία ουσιαστικών αλλαγών στη Συνθήκη της Λισαβόνας, μιας διατηρήσιμης επιδείνωσης του κράτους δικαίου σε μεμονωμένες χώρες, μιας διατηρήσιμης ανόδου του ευρωσκεπτικισμού ή της εμφάνισης σοβαρών μακροοικονομικών ανισορροπιών εντός της ευρωζώνης.
H DBRS, πάντως, εξακολουθεί να θεωρεί πως ο κίνδυνος εξόδου μιας χώρας από την ευρωζώνη είναι αμυδρός. Όπως υπενθυμίζει, δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη για έξοδο από την ευρωζώνη χωρίς ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ και αυτό φαίνεται απίθανο να αλλάξει. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχουν οι απαραίτητες εθνικές συνθήκες, ώστε οποιαδήποτε χώρα να σχεδιάσει μια έξοδο.
Η DBRS θεωρεί πως η μεταρρυθμιστική ατζέντα της ΕΕ είναι ατελής, ωστόσο συμπεραίνει επίσης πως οι μεταρρυθμίσεις της περασμένης δεκαετίας ήταν αρκετές για να ενισχύσουν τη νομισματική ένωση και να την αφήσουν σε καλύτερη θέση, ώστε να αντέξει μελλοντικές κρίσεις.
Ωστόσο, ίσως χρειαστεί να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τη διατήρηση και ενίσχυση της αξιοπιστίας της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να μειωθεί η πιθανότητα της όποιας εξόδου μακροπρόθεσμα.