Πιέσεις προς τις τράπεζες προκειμένου να μειώσουν τα επιτόκια χορηγήσεών τους ασκούν οι εγχώριες επιχειρήσεις, καταφέρνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις να περικόψουν ως ένα βαθμό το κόστος χρηματοδότησής τους.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η αποκλιμάκωση των δανειστικών επιτοκίων σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη υποχώρηση της πιστωτικής επέκτασης των τραπεζών προς τον ιδιωτικό τομέα προκαλεί πονοκεφάλους στους εγχώριους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, οι οποίοι βλέπουν τα καθαρά τους έσοδα από τόκους (NII) να περιορίζονται.
«Είναι λογικό να ζητούν οι επιχειρήσεις τη μείωση του μέσου κόστους χρηματοδότησής τους, όταν βλέπουν πως τα αντίστοιχα επιτόκια σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι πολύ χαμηλότερα. Ιδίως μάλιστα, όταν ο κίνδυνος της χώρας έχει παρουσιάσει τάσεις αποκλιμάκωσης κατά τα τελευταία χρόνια», υποστηρίζει παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας: «Δεν μπορεί μια επιχείρηση να συνεχίζει να δανείζεται με spread 6% και 7%, όταν τα yields των κρατικών τίτλων από διψήφια που ήταν κατά το παρελθόν έχουν φτάσει μεταξύ του 4% και του 4,5%. Άλλωστε, οι τράπεζες ξέρουν πως θα ευνοηθούν και αυτές από την ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία θα περάσει και μέσα από την υποχώρηση του κόστους χρήματος για τις επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, μειώσεις επιτοκίων καταφέρνουν και παίρνουν τρεις κυρίως κατηγορίες επιχειρήσεων:
Πρώτον, οι πολύ ισχυρές. Η ενδεικτική άνεση με την οποία όμιλοι όπως π.χ. ο ΟΤΕ, η Μotor Οil, η ΤΙΤΑΝ, η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή δανείζονται με χαμηλό κόστος από τις αγορές ομολόγων μειώνει τη διαπραγματευτική ικανότητα των τραπεζών στο να ζητήσουν υψηλά επιτόκια από τέτοιου είδους εταιρείες.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Autohellas, που ήδη τιτλοποίησε ένα μέρος των απαιτήσεών της προκειμένου να αναχρηματοδοτήσει τμήμα του δανεισμού της (συμφώνησε με οίκους και φορείς όπως οι EIB, EIF, EBRD, KfW), ενώ φήμες τη φέρουν να εξετάζει και την έκδοση εταιρικού ομολόγου μέσω του ΧΑ.
Στις ισχυρές εταιρείες δεν θα πρέπει να συμπεριλάβουμε μόνο εκείνες της υψηλής κεφαλαιοποίησης αλλά και υγιείς επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους. «Υπάρχουν ιδιοκτήτες μεσαίων εταιρειών που έχουν πολλά λεφτά στο εξωτερικό. Μέχρι πρότινος δεν σκέφτονταν να τα επαναπατρίσουν, λόγω του αυξημένου κινδύνου της χώρας. Τώρα αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να τα χρησιμοποιήσουν, προκειμένου να εξοφλήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, πιέζοντας έτσι τις τράπεζες για χαμηλότερο κόστος χρήματος, προκειμένου να μην τους χάσουν από πελάτες».
Δεύτερον, οι υπερχρεωμένες -ή έστω οι βαρέως δανεισμένες- εταιρείες που είναι αδύνατον να επιβιώσουν με τόσο υψηλά επιτόκια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι τράπεζες δέχονται επιμηκύνσεις λήξεων και χαμηλότερα επιτόκια, αρκεί οι μέτοχοι των εταιρειών (παλαιοί ή και νέοι) να δείξουν και αυτοί κάποιο «έμπρακτο ενδιαφέρον», προκειμένου να αποπληρώσουν το σύνολο ή έστω ένα τμήμα των δανειακών υποχρεώσεων των εταιρειών τους.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει πρόεδρος εισηγμένου εμπορικού ομίλου: «Η κρίση μείωσε την αγορά μας κατά 50%, αλλά παρ' όλα αυτά η εταιρεία εξακολουθεί να είναι ενήμερη προς τις τράπεζες και προς όλους, παρά τις μεγάλες ζημίες που έχει υποστεί. Είναι όμως προφανές ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Ήδη δύο τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια και με τις άλλες δύο συζητάμε σχετικά».
Τρίτον, επιχειρήσεις που έχουν καταφέρει κατά τα τελευταία χρόνια να βελτιώσουν τις οικονομικές τους επιδόσεις, είτε παράγοντας ισχυρές ταμειακές ροές, είτε ανεβάζοντας δραστικά τα λειτουργικά τους κέρδη.
«Συνεργαζόμαστε απρόσκοπτα με τις τράπεζες πάνω από είκοσι χρόνια. Μέσα στην κρίση, όχι μόνο πληρώσαμε τους τόκους αλλά εξοφλήσαμε χρεολύσια πάνω από δέκα εκατομμύρια ευρώ. Τώρα, ήρθε η ώρα να ανταμειφθούμε στοιχειωδώς μέσα από χαμηλότερα επιτόκια, έχοντας άλλωστε πολύ πιο καλούς δείκτες σε σχέση με το παρελθόν», δηλώνει χαρακτηριστικά στο Euro2day.gr οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας.
Δάνεια εισηγμένων
Εκτιμήσεις αναλυτών μιλούν για μείωση του μέσου κόστους χρήματος των εισηγμένων εταιρειών μέσα στο 2018. Κύκλοι προσκείμενοι στην ElvalHalcor αναφέρονται σε ένα κόστος χρηματοδότησης σταδιακά αποκλιμακούμενο (προφανώς, αυτό συνδέεται και με τις ανοδικές επιδόσεις του ομίλου).
Σύμφωνα με τη διοίκηση της Γενικής Εμπορίου & Βιομηχανίας στις προσφάτως δημοσιευθείσες εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις, παρότι οι δανειακές υποχρεώσεις της εταιρείας αυξήθηκαν στο πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης κατά 220 χιλιάδες ευρώ σε σχέση με εκείνες στο τέλος της προηγούμενης χρήσης, το χρηματοοικονομικό κόστος του πρώτου εξαμήνου μειώθηκε σε σχέση με το αντίστοιχο του 2017, λόγω του περιορισμού του ύψους των επιτοκίων των δανειακών υποχρεώσεων.
Με χαμηλά επιτόκια -τηρουμένων των γενικότερων συνθηκών της αγοράς- χρηματοδοτείται και η Paperpack, καθώς ο δανεισμός της, ύψους 8,23 εκατ. ευρώ, είχε στις 30 Ιουνίου του 2018 μεσοσταθμικό κόστος 3,45%.
Για μειωμένα επιτόκια «ψάχνει» η ΕΛΤΕΧ Άνεμος. Όπως διατυπώνεται στις λογιστικές καταστάσεις, «παράλληλα με την ανάπτυξη και υλοποίηση νέων έργων, ο Όμιλος επεξεργάζεται την εφαρμογή λύσεων περαιτέρω ελάττωσης του χρηματοδοτικού του κόστους τόσο για τα υφιστάμενα όσο και για τα νέα έργα του, διερευνώντας συνεργασίες για τον σκοπό αυτό τόσο με ελληνικά όσο και άλλα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».