Το μεγάλο μερίδιο αγοράς του κυριάρχου παρόχου (ΟΤΕ), τόσο σε όρους συνδρομητών (περί το 50%), όσο και σε όρους εσόδων (άνω του 60%), σε συνδυασμό με την υψηλή συγκέντρωση της αγοράς, αποτελούν πράγματι ανασταλτικό παράγοντα για την είσοδο νέου «παίκτη» στην ελληνική αγορά, για παράδειγμα μέσω εξαγοράς της Forthnet.
Αυτό είναι το κύριο επιχείρημα όσων θεωρούν πως δεν πρόκειται να υπάρξει «τρίτος ενδιαφερόμενος» για την Forthnet και πως η εταιρεία θα καταλήξει νομοτελειακά στις Vodafone Ελλάδας και Wind που έχουν υποβάλλει κοινή πρόταση στις τράπεζες.
Ομως υπάρχει και η άλλη άποψη. Οπως επισημαίνουν όσοι παρακολουθούν τις τηλεπικοινωνίες, η αγορά σταθερής τηλεφωνίας βρίσκεται σε μετάβαση προς τα δίκτυα νέας γενιάς, διαδικασία που προσφέρει ευκαιρίες για νέους επενδυτές. Οι τελευταίοι μπορούν να αποκτήσουν εύκολα νέους πελάτες μέσω μιας δυναμικής στρατηγικής, αρκεί βέβαια να επενδύσουν σε δίκτυο Fiber to the Home (FTTH), αφού η Forthnet δεν προχώρησε στην ανάπτυξη δικτύου με βάση το Vectoring ή άλλες εναλλακτικές τεχνολογίες. Επιπλέον, η ελληνική αγορά έχει αξιόλογα περιθώρια ανάπτυξης, καθώς τα τελευταία χρόνια παρουσίασε τη μεγαλύτερη κάμψη σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον Δρ. Ιωάννη Νεοκοσμίδη, Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρείας συμβούλων inCITES Consulting, “το υψηλό μερίδιο αγοράς του κυρίαρχου παρόχου τόσο σε όρους συνδρομητών (~50%) όσο και τζίρου (~60%) αλλά και η υψηλή συγκέντρωση της αγοράς αποτελούνανασταλτικό παράγοντα για έναν νέο επενδυτή στην περίπτωση της Forthnet. Η μεγάλη βάση συνδρομητών του κυρίαρχου παρόχου, σε συνδυασμό με τα υψηλά κόστη μετάβασης και το φαινόμενο εγκλωβισμού των συνδρομητών, δημιουργούν εμπόδια στην προσέλκυση και απόκτηση νέων πελατών και τελικά στην αύξηση της πελατειακής βάσης για έναν πιθανό νέο επενδυτή. Ωστόσο, η αγορά σταθερών τηλεπικοινωνιών βρίσκεται σε φάση μετάβασης προς τα δίκτυα νέας γενιάς. Κάτι τέτοιο αποτελεί ευκαιρία για νέους επενδυτές, οι οποίοι ακολουθώντας μια δυναμική στρατηγική μπορούν πιο εύκολα να αποκτήσουν νέους πελάτες. Ωστόσο, η δημιουργία ενός δικτύου οπτικής ίνας στο σπίτι (fiber to the home) αποτελεί πια μονόδρομο για έναν νέο επενδυτή καθώς η Forthnet σε αντίθεση με τους άλλους παρόχους δεν προχώρησε στην ανάπτυξη δικτυών εναλλακτικών τεχνολογιών (vectoring)”.
Η διαδικασία πώλησης της Forthnet εξελίσσεται σε μια περίοδο που η εγχώρια αγορά τηλεπικοινωνιών εμφανίζεται σημάδια ανόδου μετά από πολλά χρόνια συνεχούς πτώσης. Τα έσοδα των παρόχων στην Ελληνική αγορά τηλεπικοινωνίων έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις τα τελευταία χρόνια αφενός λόγω των παραγόντων που έχουν επηρεάσει άλλους ευρωπαϊκούς παρόχους, και αφετέρου λόγω της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στη χωρά.
Πιο αναλυτικά, η βάση δεδομένων Prognosis της inCITES Consulting δείχνει ότι κατά την περίοδο 2007-16 τα έσοδα των παρόχων από υπηρεσίες κινητής και σταθερής τηλεφωνίας και ιντερνέτ στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 44,6%. Ο σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Δημήτρης Ξυδιάς της inCITES Consulting αναφέρει πως η ποσοστιαία μείωση στα έσοδα των εταιριών τηλεπικοινωνίας από παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα αποτελεί τη χειρότερη επίδοση από όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης για την ίδια περίοδο.
Οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι στην Ευρώπη κατέγραψαν αντίστοιχα σημαντικές μειώσεις στα έσοδα τους την τελευταία δεκαετία λόγω διάφορων οικονομικών, κοινωνικών και ρυθμιστικών παραγόντων. Συγκεκριμένα, η βάση δεδομένων Prognosis δείχνει ότι τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας και ιντερνέτ στην Ευρώπη μειώθηκαν από €291 δισ. το 2007 σε €231 δισ. το 2016 (δηλαδή ποσοστιαία μείωση περίπου 20% τη δεκαετία 2007-2016). Η σταθερή και κινητή τηλεφωνία κατέγραψαν μεγαλύτερη πτώση σε απόλυτες τιμές σε σχέση με την αύξηση των εσόδων δεδομένων από σταθερό και κινητό οδηγώντας μοιραία στην συνολική πτώση των εσόδων του κλάδου.
Τα μειωμένα έσοδα στην ελληνική αγορά οδήγησαν είτε στο κλείσιμο τηλεπικοινωνιακών παρόχων ή σε συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε), αυξάνοντας έτσι τη συγκέντρωση της αγοράς τα τελευταία χρόνια. Η πιο πρόσφατη από τις εξαγορές ήταν αυτή της Cyta Hellas από τη Vodafone τον Ιούνιο του 2018. Επίσης τον Νοέμβριο του 2017 οι πιστωτές της Forthnet αναζήτησαν νέο επενδυτή για την εταιρία.
Μια πιθανή εξαγορά της Forthnet από τις Vodafone-Wind θα οδηγήσει σε μείωση των παικτών της αγοράς από τέσσερις σε τρεις και αναμένεται να αλλάξει τον βαθμό συγκέντρωσης της αγοράς ενδυναμώνοντας περαιτέρω τους υφιστάμενους πάροχους στην αγορά σταθερής τηλεφωνίας και ιντερνέτ, ανάλογα με την τελική συμφωνία των δυο.
Η αύξηση της συγκέντρωσης στην αγορά, που πολλές φορές κατηγορείται για αύξηση στις τιμές, δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Σύμφωνα με τον κ. Νεοκοσμίδη, “μια πιθανή εξαγορά της Forthnet από υπάρχοντες παρόχους είναι πιθανό να οδηγήσει σε υψηλότερες κεφαλαιακές επενδύσεις ανά πάροχο όπως έχουμε δει σε αντίστοιχες περιπτώσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κάτι τέτοιο θα ευνοήσει τελικά τους καταναλωτές εξαιτίας της υψηλότερης ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών που θα απολαμβάνουν.”
Την ίδια στιγμή, όμως, μια ερευνά της ρυθμιστικής αρχής του Ηνωμένου Βασίλειου, OFCOM, έδειξε ότι δεν υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ της συγκέντρωσης στην αγορά κινητής με το επίπεδο των επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις φαίνεται ότι ακολουθούν μακροπρόθεσμους κύκλους οι οποίοι φαίνεται να μην έχουν κάποια σχέση με τις Σ&Ε στην αγορά.
Επίσης, μια έρευνα σε 33 χώρες για την περίοδο 2002-14 έδειξε ότι συγχωνεύσεις από 4 σε 3 παρόχους, οδήγησαν τόσο σε αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών, όσο και σε αυξήσεις στις επενδύσεις από τους πάροχους. Άλλες έρευνες αναλύουν τη σχέση μεταξύ της έντασης του ανταγωνισμού και των κεφαλαιακών επενδύσεων. Οι έρευνες αυτές δείχνουν πως υπάρχει ένα επίπεδο ανταγωνισμού στην αγορά το οποίο μεγιστοποιεί τις επενδύσεις από πλευράς παρόχων.
Κατά το παρελθόν έχουν εκπονηθεί διάφορες μελέτες, συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους, σχετικά με τις επιπτώσεις των Σ&Ε τόσο στους συνδρομητές όσο και στις επιδόσεις των παρόχων. Μια μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), για την αγορά κινητής, έδειξε ότι ο μεγάλος αριθμός παικτών στην αγορά οδηγεί στη δημιουργία καινοτόμων υπηρεσιών για τους καταναλωτές και κάνει την αγορά περισσότερο ανταγωνιστική. Η μελέτη επίσης έδειξε, ότι ο ιδανικός αριθμός παρόχων κινητής για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως ανταγωνιστική, είναι τέσσερις.
Το επίπεδο του ανταγωνισμού / συγκέντρωσης μπορεί να μετρηθεί με μια σειρά από δείκτες. Οι πιο διαδεδομένοι είναι: α) ο δείκτης Herfindahl–Hirschman (HHI) ο οποίος αθροίζει τα τετράγωνα των μεριδίων αγοράς των παικτών για να προσδιορίσει την ανταγωνιστικότητα της αγοράς και β) ο δείκτης συγκέντρωσης C2 ο οποίος ορίζεται σαν το άθροισμα των μεριδίων αγοράς των δυο μεγαλύτερων παρόχων.
Στα γραφήματα καταγράφονται οι συγκεκριμένοι δείκτες για την περίπτωση της Ελλάδας.