Δισεκατομμύρια δαπανήθηκαν στην Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο του 2015, τονίζει ο Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στη Handelsblatt, υπογραμμίζοντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα κράτησε 8 χρόνια επειδή η Ελλάδα είχε μεγάλα προβλήματα και αποδυναμωμένη δημόσια διοίκηση.
Ερωτηθείς ο κ. Ρέγκλινγκ γιατί το πρόγραμμα σταθερότητας διήρκεσε πολύ περισσότερο στην Ελλάδα από ό,τι στις άλλες χώρες, απάντησε: «Σε καμία άλλη χώρα, τα προβλήματα δεν ήταν τόσο σημαντικά και η δημόσια διοίκηση τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα. Επιπλέον, την περίοδο του Βαρουφάκη, η κατεύθυνση ήταν λανθασμένη και κόστισε πολλά δισεκατομμύρια. Για αυτούς τους λόγους, το πρόγραμμα κράτησε οκτώ χρόνια και όχι μόνο τρία, όπως σε άλλες χώρες. Αλλά οι προσπάθειες είναι σήμερα καρποφόρες.
Από το 2016, η χώρα δεν έχει έλλειμμα παρά το γεγονός ότι είχε ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ το 2009. Αυτά τα αποτελέσματα ήταν δυνατά επειδή έγιναν εκτεταμένες και συχνά επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, οι μισθοί μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους. Αυτό ήταν απαραίτητο, επειδή οι μισθοί προηγουμένως αυξάνονταν με πιο γρήγορο ρυθμό από ό,τι η παραγωγικότητα και η χώρα είχε χάσει την ανταγωνιστικότητά της. Αν η Ελλάδα επιμείνει στις μεταρρυθμίσεις, βλέπω καλό μέλλον στην ευρωζώνη».
Στο ερώτημα ποια μαθήματα μπορεί να πάρει η Ελλάδα από άλλες χώρες, μετά το τέλος του προγράμματος, αναφέρει την ανάγκη σεβασμού των δεσμεύσεων και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων:
«Σήμερα, οι χώρες που έχουν βρεθεί σε πρόγραμμα όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, έχουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην Ευρώπη. Αυτές οι χώρες έχουν αποφασιστικά εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Με αυτόν τον τρόπο, έχουν αποδείξει ότι η οικονομική πολιτική του προγράμματος θα εξυπηρετήσει τους στόχους της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού, ακόμη και μετά το τέλος του προγράμματος».
Την ίδια ώρα, στέλνει μήνυμα ότι «η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να προχωρήσει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Αλλιώς, κάποια από τα πρόσφατα συμφωνημένα μέτρα για το χρέος θα μπορούσαν να τερματιστούν. Η Ελλάδα επίσης γνωρίζει ότι θα είναι υπό τη μόνιμη επιτήρηση και αξιολόγηση από τις αγορές και τους επενδυτές, όπως και οι άλλες χώρες που συμμετείχαν σε πρόγραμμα. Θέλουν να γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους έχουν επενδυθεί σίγουρα μακροπρόθεσμα».