Στάση αναμονής τηρούν υπουργείο Οικονομικών και Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αναφορικά με τα επόμενα βήματα εξόδου της χώρας στις αγορές, με το βασικό σύνθημα να είναι «δεν βιαζόμαστε».
Η πρώτη αντίδραση των αγορών στην απόφαση του Eurogroup τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής ήταν θετική, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε καθοδικό κανάλι, πλην όμως, το μέγεθος της πτώσης και η διατήρηση των τάσεων θα καθοριστούν το επόμενο διάστημα, στη βάση των αναλύσεων βιωσιμότητας χρέους αλλά και της αντίδρασης των οίκων αξιολόγησης, αν υποθέσουμε ότι τα εξωγενή ρίσκα παραμένουν υπό έλεγχο.
Παράγοντες της αγοράς ομολόγων προεξοφλούν αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα, το εύρος της οποίας κανένας δεν ρισκάρει να προβλέψει, ενώ επισημαίνουν πως το μαξιλάρι ασφαλείας που έχει δημιουργηθεί ήδη και θα διευρυνθεί εντός Ιουλίου με την εκταμίευση της τελευταίας δόσης των 15 δισ. ευρώ, καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες στη χειρότερη περίπτωση για 22 μήνες και στην καλύτερη έως και το τέλος του 2022.
Με τα σημερινά δεδομένα, στην Τράπεζα της Ελλάδος υπάρχουν ρευστά διαθέσιμα της τάξεως των 16 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό θα προστεθούν τα 15 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του ESM, ενώ μετά την ψήφιση των διατάξεων σχετικά με την υποχρεωτική κατάθεση όλων των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων γενικής κυβέρνησης στην ΤτΕ, στο ποσό αυτό έρχονται να προστεθούν περίπου 5 δισ. ευρώ επιπλέον, ανεβάζοντας τον λογαριασμό στα 36 δισ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα κεφάλαια τα οποία αναμένονται εντός Ιουλίου από τον ESM -όσο αργότερα τόσο καλύτερα για να μην τρέχουν οι τόκοι- θα βρίσκονται σε «κλειδωμένο» λογαριασμό και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη αναγκών του προϋπολογισμού, παρά μόνο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ή για πράξεις αναδιάρθρωσής του, όπως θα ήταν μια ενδεχόμενη μερική αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. Για την τελευταία εναλλακτική, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους δανειστές.
Στο μέτωπο των εκδόσεων ομολόγων, στον βαθμό που υπάρξουν θετικές ειδήσεις και ταχεία αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μια ενδεχόμενη νέα έξοδος πριν τη λήξη του προγράμματος στις 20 Αυγούστου, χωρίς να είναι αναγκαίο ότι θα συμβεί.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών και του ΟΔΔΗΧ αναμένεται να συνεχίσουν και το επόμενο διάστημα τον κύκλο επαφών που έχει ήδη ξεκινήσει με εκπροσώπους μεγάλων ξένων οίκων, με το ζητούμενο πλέον να είναι εκδόσεις χρέους με αυξημένα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» και σταδιακή βελτίωση της καμπύλης των ελληνικών τίτλων.
Οι πρώτες επαφές, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουν ήδη στείλει το μήνυμα στην ελληνική κυβέρνηση πως τώρα το ζητούμενο δεν είναι άλλο από την επιστροφή στη δυναμική ανάπτυξη, με «τίναγμα του ελατηρίου» σε επίπεδα 3%-4%.
Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις και οι χειρισμοί στο μέτωπο της οικονομικής πολιτικής, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αλλά και των παροχών παρακολουθούνται στενά. Από τον Μάιο, ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ είχε επισημάνει πως μετά τη λήξη του προγράμματος, τον «διάλογο» κυβέρνησης - δανειστών θα υποκαταστήσει ο «διάλογος» με τις αγορές.
Στο μέτωπο της βιωσιμότητας του χρέους, πληροφορίες αναφέρουν πως η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία θα ενσωματώνεται στην επόμενη έκθεση της 2ας Ιουλίου θα καταλήγει στο συμπέρασμα πως το χρέος είναι βιώσιμο, ενώ τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου αναμένεται και η έκθεση του άρθρου 4 του ΔΝΤ, στην οποία θα ενσωματώνεται το DSA του Ταμείου.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ μετά το τελευταίο Eurogroup, το Ταμείο δεν έχει καμία επιφύλαξη αναφορικά με τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα σε σχέση με τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αν και αξιολογείται ως πολύ σημαντική η δέσμευση του Eurogroup για επανεξέταση του ζητήματος και πιθανές νέες παρεμβάσεις το 2032. Οι διατυπώσεις του ΔΝΤ σε κάθε περίπτωση αναμένονται με ενδιαφέρον από όλους τους παίκτες της αγοράς ομολόγων.