Η συρρίκνωση της επενδυτικής δαπάνης στη διάρκεια της οικονομικής υφέσεως από 21,8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην περίοδο 2001-2007 σε 12,4% στην περίοδο 2011-2017 εξασθένησε σημαντικά το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα το ποσοστό αποσβέσεων υπερβαίνει τον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, τονίζει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο οικονομικών εξελίξεων.
Η πτώση του παραγωγικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της παραγωγικότητος και του ποσοστού απασχολήσεως (το οποίο παρά τη φθίνουσα πορεία της ανεργίας των τελευταίων ετών διαμορφώνεται σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου του 2007 κατά 7,3 εκατοστιαίες μονάδες) συνιστούν τους κύριους παράγοντες υποχωρήσεως του δυνητικού προϊόντος της χώρας.
Σημειώνεται ότι το δυνητικό ΑΕΠ, και κατά συνέπεια η παραγωγική δυναμικότητα της χώρας, έχει υποχωρήσει σωρευτικά κατά 14,9% στην δεκαετία 2009-2017, ενώ με βάση τις Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα συνεχίσει να παρουσιάζει αρνητικό ρυθμό μεταβολής στην διετία 2018-2019.
Η ύφεση στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που υιοθέτησαν προγράμματα προσαρμογής ήταν μεγαλύτερης εντάσεως και χρονικής διάρκειας. Η μεγάλη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητος συνδέεται χρονικά με την κατάρρευση των επενδύσεων σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι στις λοιπές χώρες.
Ειδικότερα, αν τεθεί ως κοινό έτος βάσεως το 2007, παρατηρείται ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν μειωθεί κατά 53,1% σωρευτικά την περίοδο 2007-2017 και παραμένουν σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα του έτους βάσεως. Αντίθετα, οι επενδύσεις στην Ιρλανδία έχουν ανακάμψει πλήρως και κινούνται σε πολύ υψηλό επίπεδο, ενώ και στην Κύπρο εκτιμάται ότι οι επενδύσεις θα ανέλθουν το 2018 σε επίπεδο ανώτερο του έτους βάσεως.
Ξένες Άμεσες Επενδύσεις: Η Αναγκαιότητα και οι Προϋποθέσεις
Σύμφωνα με την Alpha, η υποχώρηση των επενδύσεων στην Ελλάδα αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων των επιμέρους κατηγοριών που συνθέτουν τις επενδύσεις. Ωστόσο, η πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Η Ελλάδα δεν ακολούθησε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία στην υπερτίμηση της αγοράς ακινήτων, ωστόσο παραδοσιακά το ποσοστό των επενδύσεων σε κατοικίες στο ΑΕΠ ήταν υψηλό, στο 8,2% κατά μέσο όρο στην περίοδο 2000-2007, ενώ το 2017 διαμορφώθηκε μόλις στο 0,6%.
Δεδομένου ότι η μέση ροπή προς αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα διατηρείται σε αρνητικό έδαφος την τελευταία εξαετία, ως αποτέλεσμα της πτώσεως του διαθεσίμου εισοδήματος και των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων, η σημασία της προσελκύσεως Ξένων Άμεσων Επενδύσεων καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική.
Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Economic Surveys, Greece, Απρίλιος 2018), οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις έχουν ισχυρότερο αναπτυξιακό αποτύπωμα για τρεις λόγους.
Πρώτον, οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις βοηθούν σημαντικά στην εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών που ενισχύουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Δεύτερον, συμβάλλουν στην εξαγωγική δραστηριότητα της χώρας προορισμού καθώς οι εισερχόμενοι επενδυτές είναι συνήθως περισσότερο προσανατολισμένοι στις ξένες αγορές σε σχέση με τις τοπικές επιχειρήσεις. Τρίτον, αποτελούν δομικό στοιχείο της «παγκόσμιας αλυσίδας αξίας» (globalvalue chain).
Ως εκ τούτου επιτρέπουν σε επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε πολυεθνικούς οργανισμούς να ειδικευθούν σε μέρος της παραγωγικής διαδικασίας στο οποίο είναι πιο ανταγωνιστικές, χρησιμοποιώντας ενδιάμεσα αγαθά και υπηρεσίες από τρίτες χώρες, υπογραμμίζει η Alpha.
Οι παράγοντες που καθηλώνουν τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις σε χαμηλό επίπεδο, δυσχεραίνουν την επιχειρηματικότητα και την ταχεία ανάκαμψη των επιχειρήσεων είναι αρκετοί. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB Investment Survey 2017, δείγμα 12500 επιχειρήσεων στην ΕΕ- 28), η αβεβαιότητα για το μέλλον, το πολύπλοκο κανονιστικό και φορολογικό πλαίσιο, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση και το κόστος ενέργειας αποτελούν τους τέσσερεις σημαντικότερους παράγοντες που αποτρέπουν την προσέλκυση επενδύσεων.
Η καταπολέμηση της διαφθοράς έχει συχνά αναφερθεί ως σημαντικό εργαλείο πολιτικής για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος οπότε δύναται να συμβάλει στην προσέλκυση νέων επενδύσεων από το εξωτερικό. Προκύπτει εμπειρική θετική συσχέτιση ανάμεσα στο ύψος των ΞΑΕ ως ποσοστό στο ΑΕΠ και στο επίπεδο ελέγχου διαφθοράς με βάση τον σχετικό δείκτη της World Bank.
Όπως προκύπτει, η Ελλάδα έχει τον χειρότερο δείκτη ελέγχου διαφθοράς και ταυτόχρονα το χαμηλότερο ύψος αποθέματος εισερχομένων ΞΑΕ ως ποσοστό στο ΑΕΠ, αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξενων.