Η Ελλάδα κατατάσσεται 27η στο σύνολο των 28 κρατών-μελών της ΕΕ, με βάση τον ετήσιο Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) που ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Κομισιόν, «συνολικά, τα τελευταία έτη, η Ελλάδα δεν έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ».
Όσον αφορά τη συνδεσιμότητα, «η μετάβαση στις γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις είναι πιο αργή απ’ ό,τι σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ», με τη χώρα μας να κατατάσσεται στην τελευταία θέση της ΕΕ, όταν αξιολογείται η κάλυψη των δικτύων νέας γενιάς, ο δείκτης τιμών ευρυζωνικών συνδέσεων κ.α. Σημειώστε, πάντως, πως με την υλοποίηση των επενδύσεων που προωθούν οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι σε δίκτυα νέας γενιάς με βάση την τεχνολογία vectoring, η εικόνα θα βελτιωθεί σημαντικά. Επίσης, στα θετικά και όσον αφορά τις κινητές ευρυζωνικές υπηρεσίες, η κάλυψη 4G αυξήθηκε στην Ελλάδα και σήμερα πλησιάζει τον μέσο όρο της ΕΕ.
Στην έκθεση αναφέρεται πως «με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 43,1, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. H Ελλάδα παρουσιάζει ευρεία διαθεσιμότητα σταθερών ευρυζωνικών συνδέσεων, με κάλυψη 99% (μέσος όρος ΕΕ 97 %), αλλά η διείσδυση (69%) προχωρεί ακόμη με αργούς ρυθμούς. Οι τιμές εξακολουθούν να είναι σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ και δεν βελτιώθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους. Όσον αφορά τις κινητές ευρυζωνικές επικοινωνίες: Η κάλυψη 4G παρουσιάζει θετική αύξηση κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες στο 88%, πλησίον του μέσου όρου της ΕΕ (91 %)».
Ωστόσο «η διείσδυση, παρά την αύξηση κατά 9 μονάδες (59/100), είναι κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (90/100). Οι συνδρομές σε γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις έχουν αυξηθεί κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες (ε.μ.), αγγίζοντας το 7%, παραμένοντας αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (33%). Παρότι σημείωσε πρόοδο κατά 6 ε.μ., η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των κρατών-μελών στην κάλυψη NGA ανά νοικοκυριό (50%), απέχοντας πολύ από τον μέσο όρο της ΕΕ (80%). Τέλος, η Ελλάδα έχει σχεδόν μηδενική κάλυψη και διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών υπερυψηλής ταχύτητας σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ, που έχει σταδιακά αυξηθεί από το παρελθόν έτος».
Προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα με τα άλλα κράτη μέλη, «πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για ιδιωτικές επενδύσεις και για άμεση αποδέσμευση δημόσιων χρηματοδοτικών πόρων. Μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας για τη μείωση του κόστους των ευρυζωνικών υπηρεσιών το 2017, η Ελλάδα πρέπει τώρα να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση των μεγάλων καθυστερήσεων στις διαδικασίες αδειοδότησης, καθώς και στην προαγωγή διατομεακών συνεργειών, προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας με σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξη δικτύων NGA».
Σύμφωνα με την έκθεση οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες των διαδικτυακών υπηρεσιών και οι εταιρείες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της ΕΕ. Όμως «η ένταξη πιο εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών παραμένει σε χαμηλό επίπεδο, μολονότι η χρήση ηλεκτρονικών τιμολογίων προχώρησε σε κάποιο βαθμό. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών και των ψηφιακών δεξιοτήτων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και μπορούν να αποτελέσουν τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας». Η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με χαμηλές επιδόσεις.
Πρόβλημα η «διαρροή εγκεφάλων»
Όσον αφορά το ανθρώπινο κεφάλαιο, «οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι αρκετά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά η Ελλάδα σημειώνει πρόοδο. Το 2017, το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο σε τακτική βάση (67 %) ήταν από τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 81 %). Ο αριθμός των ατόμων που διαθέτουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων έχει μείνει στάσιμος στο 46 % και η Ελλάδα παραμένει πολύ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (57 %). Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό ειδικών ΤΠΕ (1,4 %) στην ΕΕ, αλλά το ποσοστό των ειδικών ΤΠΕ υπήρξε σχετικά σταθερό κατά τα τελευταία χρόνια».
Η Ελλάδα «εξακολουθεί να πάσχει από «διαρροή εγκεφάλων» και η αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικών ΤΠΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη στήριξη του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η χρήση των ΤΠΕ είναι αναγκαία σε πάνω από το 90 % των θέσεων εργασίας. Το χαμηλό ποσοστό ατόμων με τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες μπορεί να δράσει ανασταλτικά για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας».
Οι συνολικές επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις «είναι ανεπαρκείς και προχωρούν με βραδύτερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, η χρήση της ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών από τις επιχειρήσεις (37 %) είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (34 %). Η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο της ΕΕ (21%). Το 2017 το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρονικά τιμολόγια (6,5%) αυξήθηκε , ενώ η χρήση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud computing) παρέμεινε στάσιμη (5,5%) σε χαμηλό επίπεδο. Ο κύκλος εργασιών ηλεκτρονικού εμπορίου των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) είναι χαμηλός, αλλά το 60% των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν πωλήσεις μέσω διαδικτύου, δραστηριοποιούνται σε σε άλλες χώρες».
Στην Ελλάδα, οι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες «εξακολουθούν να αποτελούν έναν από τους πιο δύσκολους τομείς της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα προοδεύει αλλά οι επιδόσεις της χώρας είναι πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ και βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ. Το ποσοστό των χρηστών της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι χαμηλό (38%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (58%). Από την πλευρά της προσφοράς, όσον αφορά την παροχή ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα σημείωσε κάποια πρόοδο το 2017 με 14/100 προσυμπληρωμένα έντυπα σε σύγκριση με 5/100 το 2016, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (53/100) και βρίσκεται στην 27η θέση».