Η ΔΕΗ είναι μη βιώσιμη επιχείρηση, διαπιστώνει η McKinsey,η οποία έχει προσληφθεί ως σύμβουλος από την εταιρεία για να καταρτίσει το νέο business plan, προτείνοντας ωστόσο ένα στρατηγικό πλάνο εξυγίανσης, με σχετικά μη φιλόδοξους στόχους προκειμένου να ικανοποιήσει και πολιτικές εξαρτήσεις, σύμφωνα με την «Καθημερινή της Κυριακής».
Όπως αναφέρει η εφημερίδα, η McKinsey στην πρότασή της για το 5ετές στρατηγικό σχέδιο της ΔEΗ, περιγράφει τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα, προτείνει ένα πακέτο έξι δράσεων που μπορούν να την οδηγήσουν στην εξυγίανση και διαπιστώνει τις δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει, ακόμη και αν καταφέρει να σταθεί στα πόδια της λόγω των αλλαγών στην ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού και των δομικών μεταβολών στην εγχώρια αγορά.
Για να γίνει βιώσιμη η ΔEΗ θα πρέπει στα επόμενα 5 χρόνια να βελτιώσει τα λειτουργικά της κέρδη κατά 500 εκατ. ευρώ, εκτιμά η McKinsey και προτείνει ένα στρατηγικό σχέδιο με δύσκολα μέτρα, μεταξύ των οποίων πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου 2.000 ατόμων και αναπροσαρμογή της τιμολογιακής πολιτικής προς τα πάνω, ξεκινώντας από τη σταδιακή μείωση των εκπτώσεων που παρέχει σήμερα η ΔEΗ και την επιβολή αυξήσεων σε συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών.
Βασικός πυλώνας του σχεδίου της McKinsey είναι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καθώς αναγνωρίζει ότι «η οικονομική βιωσιμότητα των θερμικών μονάδων αναμένεται να είναι δύσκολη, με τις μονάδες του λιγνίτη ακόμη περισσότερο, ακόμη και με φιλόδοξη μείωση του κόστους και διαφορετικά σενάρια υποβολής προσφορών».
Η πλέον οικονομικά ανταγωνιστική τεχνολογία τα επόμενα χρόνια θα είναι οι ΑΠΕ, καθώς μειώνεται το κατασκευαστικό κόστος για νέα δυναμικότητα, επισημαίνει η McKinsey, και καλεί τη ΔEΗ να αυξήσει την παραγωγική της δυναμικότητα στις ΑΠΕ κατά 2,5GW μέχρι το 2030.
Στις βασικές προτάσεις είναι και η εντατικοποίηση της προσπάθειας αντιμετώπισης των ανεξόφλητων λογαριασμών. Ένα από τα θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει η ΔEΗ, ακόμη και μετά την υλοποίηση του προτεινόμενου business plan, είναι η σημαντική έκθεσή της στη λιανική αγορά, καθώς μια μεγάλη κατηγορία καταναλωτών, όπως η βαριά βιομηχανία, οι αγρότες και οι κακοπληρωτές, δεν πρόκειται να μετακινηθεί σε ανταγωνιστικούς παρόχους. Δίνει, επίσης, κατευθύνσεις για πιο ασφαλείς επενδύσεις, όπως στη διανομή καθώς και σε νέες δραστηριότητες όπως στο υγροποιημένο φυσικό αέριο και στις ενεργειακές υπηρεσίες, επισημαίνοντας ότι η ΔEΗ θα πρέπει να αξιολογήσει προσεκτικά και πολλά άλλα προϊόντα και να επικεντρωθεί σε αυτά που μπορούν να εφαρμοστούν στην ελληνική αγορά.
Η κατάσταση σήμερα
Το καθαρό χρέος της ΔEΗ είναι σήμερα 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη, σύμφωνα με τα στοιχεία της McKinsey. Ο αντίστοιχος λόγος καθαρού χρέους προς λειτουργικά κέρδη, κατά μέσο όρο σε παρόμοιες εταιρείες της Ευρώπης που έχει αναλάβει η McKinsey, είναι 3,5. Για να μπει η ΔEΗ σε μια βιώσιμη πορεία, θα πρέπει η σχέση καθαρού χρέους-λειτουργικής κερδοφορίας να φτάσει στο 4-6 και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση των λειτουργικών κερδών κατά 450-550 εκατ. ευρώ μέχρι το 2022.
«Τα επόμενα 5 χρόνια η ΔEΗ θα χρειαστεί μια βελτίωση της τάξης των 500 εκατ. στο EBITDA της για να είναι βιώσιμη ως εταιρεία», αναφέρει η McKinsey. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, τότε τα EBITDA θα υποχωρήσουν το 2022 στα 330 εκατ. και το καθαρό χρέος από 4,112 δισ. ευρώ το 2017 θα φτάσει στα 5,450 δισ. ευρώ το 2022.