Σκεπτικισμός επικρατεί σε παράγοντες της επενδυτικής αγοράς, για το κατά πόσο τελικά το εγχείρημα της «χρυσής επενδυτικής βίζας» θα στεφτεί με επιτυχία στην Ελλάδα και το κατά πόσο η χώρα θα μπορέσει να προσελκύσει υψηλές χρηματοοικονομικές επενδύσεις από το εξωτερικό.
Πρόκειται ουσιαστικά για την επέκταση του εργαλείου της «χρυσής βίζας», μέσω της οποίας προσφέρεται άδεια παραμονής στη χώρα μας (και άρα και στις υπόλοιπες 27 της Ευρωπαϊκής Ένωσης) σε όποιον ξένο διαθέσει ποσό τουλάχιστον 250.000 ευρώ για αγορά ακινήτου στην Ελλάδα.
Η σκέψη των χρηματιστηριακών αρχών (Χρηματιστήριο της Αθήνας, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) ήταν να διευρυνθεί το προσφερόμενο φάσμα δυνατοτήτων προς τους ξένους, οι οποίοι πέραν των ακινήτων, θα μπορούσαν να αποκτήσουν άδεια παραμονής στην Ελλάδα και μέσα από την αγορά εγχώριων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ETF’s, αμοιβαία κεφάλαια).
Μάλιστα το περασμένο φθινόπωρο, η ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπέγραψε συμφωνία με την Κίνα, η οποία επέτρεπε τη σχετική δυνατότητα στους Κινέζους πολίτες.
Μέχρι σήμερα ωστόσο, η απαιτούμενη νομοθετική ρύθμιση που επεκτείνει τη «χρυσή βίζα» και στα χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν έχει ψηφιστεί από τη ελληνική Βουλή, πράγμα όμως που φαίνεται ότι δεν θα αργήσει να γίνει, καθώς η διαδικασία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.
Ο προβληματισμός όμως των παραγόντων της αγοράς έγκειται στο ότι η κυβέρνηση ναι μεν, δείχνει διατεθειμένη να επεκτείνει τη «χρυσή βίζα» και στα χρηματοοικονομικά προϊόντα, αλλά αυξάνοντας το ελάχιστο επενδυτικό όριο σε σαφώς υψηλότερο ποσό από αυτό των 250.000 ευρώ που ισχύει για τα ακίνητα (πάντως δεν φαίνεται να ισχύουν κάποιες υπερβολές που κυκλοφόρησαν για ποσά του θα έφταναν τα 500 ή και στα 600 χιλιάδες ευρώ).
Έτσι, στα πλαίσια του διαλόγου κυβέρνησης-φορέων, ο κ. Γιάννης Πολυχρονίου (υπεύθυνος τομέα χρηματιστηριακών εταιρειών στο Σύνδεσμο Ανωνύμων Εταιρειών και πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών) εξέφρασε την άποψη του προς τον υφυπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Στέργιο Πιτσιόρλα, ότι το ελάχιστο ύψος θα πρέπει να παραμείνει στα 250 χιλιάδες ευρώ και πως ένα μεγαλύτερο ποσό δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την επένδυση στη χώρα, όσο ένα δεσμευτικό χρονικό όριο που θα απαιτεί ο νόμος.