Σημαντικές αλλαγές θα επέλθουν, σύντομα, στον τρόπο και την ταχύτητα με την οποία επιδιώκουν οι τράπεζες να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους καθώς αυξάνεται η εποπτική πίεση, ενώ οι πρόσθετες προβλέψεις για συντελεσθείσες (TAR) και αναμενόμενες ζημιές (IFRS 9) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για δραστικές λύσεις, ιδιαίτερα στις υπερχρεωμένες μεγάλες εταιρείες.
Τα ευρήματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δείχνουν ότι η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα αποδέχθηκε τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς.
Συμμερίστηκε, δηλαδή, τη λογική ότι το πρόβλημα της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων δεν είναι πρωτίστως κεφαλαιακό, αλλά θέμα «εργαλείων» και απαραίτητων συνθηκών ομαλής εφαρμογής τους.
«Εργαλεία», όπως ο εξωδικαστικός συμβιβασμός και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και κρίσιμες ρυθμίσεις, όπως η νομική κάλυψη για διαγραφές δανείων, ψηφίστηκαν τους προηγούμενους δώδεκα μήνες. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ο απαραίτητος χρόνος και οι συνθήκες για να κριθεί η αποτελεσματικότητά τους.
Η παραπάνω «διευκόλυνση» είναι, όμως, προσωρινή. Ο SSM έχει διαμηνύσει στις τράπεζες ότι ως τον Οκτώβριο, όταν και θα ξεκινήσει η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, θα πρέπει να δώσουν επαρκές δείγμα ότι λειτουργούν τα νέα «εργαλεία», μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ταχύτερα από τους στόχους.
Αν το πράξουν, ίσως βελτιωθεί η κατηγορία κινδύνου, στην οποία τις κατατάσσει, εξαιτίας του ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος «κόκκινων» δανείων, συμβάλλοντας έτσι στην μείωση του ελάχιστου εποπτικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Σε διαφορετική περίπτωση, όχι μόνο θα παραμείνουν καθηλωμένες στην υψηλότερη βαθμίδα κινδύνου, αλλά είναι πιθανόν να ζητηθεί η υποβολή σχεδίων κεφαλαιακής ενίσχυσης, τα οποία θα περιλαμβάνουν δράσεις περαιτέρω μείωσης στα κόστη και περιορισμού δραστηριοτήτων σε εξωτερικό και εσωτερικό.
Ο επόπτης θεωρεί ότι εδώ και μερικούς μήνες υπάρχουν οι συνθήκες, ώστε οι τράπεζες να δουλέψουν αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος.
Η οικονομία διανύει το δεύτερο έτος, ήπιας, έστω, ανάπτυξης, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται κανονικά, ενώ το εργαλείο του εξωδικαστικού επιδέχεται διορθώσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν σύντομα. Η μόνη από τις μεγάλες παρεμβάσεις, που εκκρεμεί, είναι η αναμόρφωση του νόμου Κατσέλη, η οποία περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης.
Με δεδομένο ότι η βελτίωση στις ρυθμίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων λιανικής ( στεγαστικά, καταναλωτικές, πολύ μικρές επιχειρήσεις), υπό την πίεση των πλειστηριασμών, θα αργήσει να αποτυπωθεί, το πεδίο που προσφέρεται για επίδειξη αποφασιστικότητας είναι οι υπερχρεωμένες μεγάλες επιχειρήσεις.
Διαθέτοντας σημαντικά ενισχυμένες προβλέψεις, μετά την ανασκόπηση προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (TAR) και την υιοθέτηση του IFRS 9 (προβλέψεις για μελλοντικές ζημιές πιστωτικού κινδύνου) οι τράπεζες θέλουν να επιταχύνουν το «ξεσκαρτάρισμα» των προβληματικών επιχειρήσεων, αξιοποιώντας και την εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από την αντιμετώπιση περιπτώσεων όπως αυτές των Μαρινόπουλος, Βερόπουλος, Jet Oil, Σελόντα, Νηρέας, Νίκας κά.
Επιπλέον, το «ξεσκαρτάρισμα» τους εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην ενδυνάμωση του ρυθμού ανάπτυξης. Όπως διαπιστώνει μελέτη της PwC, η ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων εταιρικών δανείων, ύψους 40,7 δισ., μπορεί να φέρει πρόσθετες επενδύσεις 8 δισ. Για να προσελκύσουν νέα κεφάλαια 8 δισ. ευρώ, οι τράπεζες θα πρέπει, όμως, να αναδιαρθρώσουν /αναχρηματοδοτήσουν δάνεια 14 δις ευρώ και να εγγράψουν ζημιά από διαγραφές απαιτήσεων περίπου 12,6 δισ. ευρώ.
Αν οι μεγαλομέτοχοι δεν στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους με το αναγκαίο «φρέσκο» χρήμα, οι τράπεζες με ή χωρίς συναίνεση των ιδίων θα προχωρήσουν στην αναζήτηση στρατηγικών επενδυτών για τμήματα ή το σύνολο των δραστηριοτήτων τους, προσφέροντας ως δέλεαρ μακροπρόθεσμη ρύθμιση δανεισμού.
Η PwC εκτιμά ότι περίπου 234 υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, με συνολικό δανεισμό 18,9 δισ. ευρώ, είναι βιώσιμες. Θα μπορούσαν να αναδιαρθρωθούν αποτελεσματικά, εφόσον μπει «φρέσκο» χρήμα 4 δισ. ευρώ και οι τράπεζες αναδιαρθρώσουν δανεισμό ως 8,5 δισ.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν περίπου 444 επιχειρήσεις, με συνολικό δανεισμό 9,2 δισ. ευρώ, οι οποίες εφόσον κινητοποιηθεί επιπλέον χρηματοδότηση 2 δισ. και διενεργηθεί αναδιάρθρωση δανείων 5,4 δισ. θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδά τους και τη λειτουργική της κερδοφορία, με αποτέλεσμα ο υφιστάμενος δανεισμός να καταστεί εξυπηρετούμενος.
Μη βιώσιμες θεωρεί η μελέτη της PwC 382 μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις με δανεισμό 12,6 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για εταιρείες που θα οδηγηθούν σε πτώχευση ή εκκαθάριση με ρευστοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων, η οποία μπορεί να αποδώσει περίπου 2 δισ. ευρώ. Οι υπόλοιπες απαιτήσεις θα πρέπει να διαγραφούν.
Οι περιπτώσεις ΔΟΛ, Πήγασος, Γκρίσιν και η εν εξελίξει υπόθεση Axon Holdings είναι ενδεικτικές.