Επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για δύο χρόνια από το δημόσιο σε όσους ενώ λαμβάνουν σύνταξη λόγω θανάτου, βρουν εργασία σε μισθωτή δουλειά ή ελεύθερο επάγγελμα, προβλέπει υπουργική απόφαση που δημοσιεύθηκε χθες, σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου.
Ειδικότερα, ο νόμος 4387 του 2016 ορίζει πως εφόσον εντός 5 ετών από την πρώτη καταβολή της σύνταξης χηρείας, ο άνεργος επιζών ή διαζευγμένος σύζυγος προσληφθεί ως μισθωτός ή προχωρήσει σε έναρξη επαγγέλματος, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται από το Δημόσιο για 2 χρόνια. Με την Κοινή Υπουργική Απόφαση ορίζεται μάλιστα, η αναδρομική κάλυψη, δυνητικά και των 12.000 που έχουν ήδη καταστεί τα τελευταία δύο χρόνια συνταξιούχοι χηρείας με το νόμο Κατρούγκαλου.
Βασική προϋπόθεση είναι, εφόσον βρήκαν δουλειά, να υποβάλουν αίτηση στον ΕΦΚΑ έως και τις 19 Ιουλίου 2018. Συγκεκριμένα, εάν ο χήρος ή η χήρα εργάζεται ως μισθωτός, την αίτηση θα πρέπει να την υποβάλουν οι εργοδότες, ενώ στην περίπτωση που πρόκειται για ελεύθερο επαγγελματία, την αίτηση την υποβάλλουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι. Βάσει της απόφασης, εξαιρούνται χήρες/χήροι που απασχολούνται στον αγροτικό τομέα, καθώς αυτοί δεν λαμβάνουν επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών.
Η δαπάνη που προκαλείται στον ΕΦΚΑ από την καταβολή εισφορών εκ μέρους του Δημοσίου υπολογίζεται σε 3,24 εκατ. ευρώ για φέτος και 8,64 εκατ. ευρώ για καθένα από τα επόμενα οικονομικά έτη.
Η διαδικασία αναδρομικής επιστροφής των εισφορών που έχουν καταβληθεί από χήρες/χήρους που ήδη συνταξιοδοτούνται και εργάζονται γίνεται με συγκεκριμένα βήματα:
1. συμψηφισμός με πάσης φύσεως καθυστερούμενες οφειλές, ρυθμισμένες ή μη, προς τον ΕΦΚΑ και τους τρίτους φορείς, για τους οποίους ο ΕΦΚΑ συνεισπράττει εισφορές.
2. αν δεν υπάρχουν οφειλές ή αν ύστερα από τον συμψηφισμό προκύπτει υπόλοιπο ποσό, αυτό επιστρέφεται άτοκα στους δικαιούχους. Στους μισθωτούς άμεσα, στους ελεύθερους επαγγελματίες μετά την ετήσια εκκαθάριση των εισφορών.
Βέβαια, η ΚΥΑ αφορά το σύνολο των συζύγων που λαμβάνουν ή θα λάβουν σύνταξη λόγω θανάτου με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, εφόσον εντός πέντε ημερολογιακών ετών, ενώ είναι άνεργοι, αναλάβουν μισθωτή εργασία ή ασκήσουν ελεύθερο επάγγελμα. Εξαιρούνται όσοι ασφαλίζονται ως αγρότες.
Άνεργοι θεωρούνται όσοι είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ και διαθέτουν δελτίο ανεργίας σε ισχύ, στους Λογαριασμούς Ανεργίας του πρώην ΕΤΑΠ MME ή στο Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας (Γ.Ε.Ν.Ε.). Μάλιστα, δεν απαιτείται η συμπλήρωση ελάχιστου χρόνου ανεργίας. Η επιδότηση “κλειδώνει” με αίτηση στον ΕΦΚΑ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης της εργασίας. Αν η αίτηση υποβληθεί στο 3μηνο, οι εισφορές καταβάλλονται αναδρομικά από την ημερομηνία πρόσληψης. Αν υποβληθεί εκπρόθεσμα, η επιδότηση “τρέχει” από την υποβολή της αίτησης. Μέχρι να εγκριθεί η αίτηση, ο ωφελούμενος καταβάλλει τις εισφορές και ακολούθως αυτές του επιστρέφονται αναδρομικά.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, μετά την πάροδο της 3ετίας από την απονομή της σύνταξης, εφόσον ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται, μειώνεται η σύνταξή του κατά 50%. Δικαιούχοι είναι εργοδότες, εξαιρουμένων των φορέων Γενικής Κυβέρνησης όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 4270/2014 (143 Α’), ιδιωτικές επιχειρήσεις, Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και γενικά εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ασκούν τακτική οικονομική δραστηριότητα. Προϋπόθεση είναι οι εργοδότες αυτού να δραστηριοποιούνται στο σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας και προσλαμβάνουν ωφελούμενους από αυτή τη διαδικασία καταβολής εισφορών.
Ως εισφορές τις οποίες υποχρεούται να καταβάλλει το Δημόσιο θεωρείται το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών, ασφαλισμένου και εργοδότη, εφόσον προβλέπεται η καταβολή εργοδοτικής εισφοράς, καθώς και οι εισφορές προς τρίτους φορείς, κλάδους ή λογαριασμούς, τις οποίες ο ΕΦΚΑ συνεισπράττει, για όλους τους κλάδους ασφάλισης. Το Δημόσιο υποχρεώνεται να καλύψει τις εισφορές αυτές για δύο χρόνια από την έναρξη εργασίας του ωφελούμενου.
Στην περίπτωση αλλαγής εργοδότη ή έναρξης νέας οικονομικής δραστηριότητας ως ελεύθερος επαγγελματίας ή αυτοαπασχολούμενος εντός του χρονικού διαστήματος πέντε ετών από την ημερομηνία καταβολής της σύνταξης, ο ωφελούμενος δικαιούται τη συνέχιση της κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών του μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά δύο ετών ασφάλισης.
Η υποχρέωση του Δημοσίου να καλύψει τις εισφορές συνεχίζεται και στην περίπτωση που ο επιζών ή/και διαζευγμένος σύζυγος απολέσει το δικαίωμα λήψης της σύνταξης λόγω θανάτου ή δικαιωθεί σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος.