Η μετάβαση σε ένα νέο πιο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο έχει ήδη ξεκινήσει κι αναμένεται να συνεχιστεί, εκτίμησε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση του ΙΟΒΕ και του Χρηματιστηρίου Αθηνών για την χρηματοδότηση της οικονομίας. τόνισε ωστόσο ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
«Σε ένα περιβάλλον έλλειψης εγχώριου τραπεζικού δανεισμού και αυστηρότερων πιστοδοτικών κριτηρίων, οι επιχειρήσεις μετά την κρίση στράφηκαν, πέρα των ιδίων πόρων τους, σε εναλλακτικές μορφές εξωτερικής χρηματοδότησης για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους αναγκών. Μεταξύ αυτών των εναλλακτικών μορφών, οι επιχειρήσεις άντλησαν κεφάλαια κυρίως από μη τραπεζικά δάνεια, δηλαδή τα δάνεια από εγχώρια λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς επίσης και από δάνεια από το εξωτερικό, στην πλειοψηφία τους ενδοομιλικά και ομολογιακά δάνεια. Παράλληλα, αντλήθηκε χρηματοδότηση από μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, ενώ ιδιαίτερα υποτονική παρέμεινε η έκδοση εταιρικών ομολόγων (600 εκατ. ευρώ το 2017) και εισηγμένων μετοχών στην εγχώρια αγορά.
Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών διευκόλυνε την εκ νέου πρόσβαση ελληνικών επιχειρήσεων με θετικές προοπτικές ανάπτυξης στις διεθνείς αγορές, με τις εκδόσεις ομολόγων το 2017 να ανέρχονται σε 1,1 δισεκ. ευρώ, σχετικά πιο υποτονικές σε σύγκριση με τα περίπου 6,3 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2012-2014».
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου των επιχειρήσεων, επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εγχώριων τραπεζικών χορηγήσεων, καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό» σημείωσε ο επικεφαλής της ΤτΕ.
Εκτίμησε ότι η κατάσταση στις τράπεζες θα βελτιωθεί αλλά τόνισε ότι «ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι συμμετέχοντες στην αγορά διαμηνύουν εδώ και χρόνια ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να διευρυνθούν οι πηγές μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης».
Οι επιλογές
Εκτός προς τις παραδοσιακές µορφές χρηματοδότησης των επενδύσεων, όπως ο τραπεζικός δανεισµός και τα προγράµµατα εγγυήσεων, θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν σε µεγαλύτερο βαθµό οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές ή η εναλλακτική χρηματοδότηση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων μορφών χρηματοδότησης αποτελούν:
1) τα εργαλεία “συνεπένδυσης” (equity funding), στα οποία περιλαµβάνονται µεταξύ άλλων τα κεφάλαια επιχειρηµατικών συµµετοχών (venture capital), η συµµετοχική χρηµατοδότηση (equity crowdfunding) και οι εξειδικευµένες χρηµατιστηριακές πλατφόρµες αγορών µετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (specialised platforms for public listing of SMEs),
2) τα υβριδικά εργαλεία, όπως π.χ. οι µετατρέψιµες οµολογίες (convertible bonds) και το mezzanine finance, τα οποία κατά κανόνα αφορούν δανεισµό που υπό προϋποθέσεις µπορεί να µετατραπεί σε µετοχική συµµετοχή, και
3) ο δανεισµός εκτός τραπεζικού συστήµατος, π.χ. μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων, τιτλοποιημένου χρέους (securitised debt) και καλυμμένων ομολογιών (covered bonds).
«Με εξαίρεση την αγορά εταιρικών ομολόγων, η χρηματοδότηση μέσω άλλων εργαλείων της κεφαλαιαγοράς είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη στην Ελλάδα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως άλλωστε καταδεικνύει και η μελέτη του ΙΟΒΕ, ενώ ιδιαίτερα περιορισμένη είναι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο», τόνισε.
«Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα μπροστά στην ιστορική πρόκληση να επανέλθει στην κανονικότητα και σε πορεία σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους», τόνισε. «Η επιστροφή σε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί πρωτίστως τη διατήρηση και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη νομοθετηθεί, καθώς και ουσιαστικές αλλαγές σε τομείς που εξακολουθούν και σήμερα να υστερούν, όπως είναι το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, η απονομή δικαιοσύνης, η σύνδεση της παραγωγής με την έρευνα και την εκπαίδευση, το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο ειδικά σε ότι αφορά τις χρήσεις γης, οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών», συμπλήρωσε.
«Είναι προφανές ότι μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί η Ελλάδα να καταστεί ξανά φιλική προς το επιχειρείν, να υποστηρίξει ουσιαστικά τις παραγωγικές επενδύσεις και να επιτύχει ένα άλμα στη συνολική παραγωγικότητά της. Τέλος θα ήθελα να τονίσω ότι η αύξηση των επενδύσεων σε βάθος χρόνου προϋποθέτει αύξηση των αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων), οι οποίες όπως προαναφέρθηκε έχουν μειωθεί θεαματικά, κατά 11,5 ποσοστιαίες μονάδες, σε μια δεκαετία».
«Επενδύσεις χωρίς εγχώρια αποταμίευση, ή εναλλακτικά συνεχιζόμενη χρηματοδότηση από το εξωτερικό, δεν μπορούν να υπάρξουν, για αυτό είναι σημαντικό σε βάθος χρόνου να αποκατασταθεί η δυνατότητα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα ασφάλισης, όχι μόνο θα εξασφαλίσει καλύτερες προϋποθέσεις βιωσιμότητας για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, αλλά θα δώσει επίσης κίνητρα στα νοικοκυριά για αποταμίευση και ένα νέο κανάλι χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για επενδύσεις. Έτσι η Ελλάδα θα καταφέρει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, να αυξήσει το παραγωγικό της δυναμικό και να θεμελιώσει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο σε γερές βάσεις».