Μη δραματοποιείτε το ενδεχόμενο προσφυγής σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει ανάγκη…
Το μήνυμα αυτό έστειλε σήμερα από το βήμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παραμένοντας στη γραμμή ενδεχόμενης λήψης ενός προληπτικού προγράμματος, μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου , ως συμπληρωματικό στοιχείο των δοκιμαστικών εξόδων στις αγορές και της δημιουργίας αποθεματικού ασφαλείας.
Η προτροπή, προς την κυβέρνηση για «προσεκτικά βήματα» στην επιβεβλημένη επάνοδο του ελληνικού δημοσίου στις αγορές, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις ανάλογες προτροπές του Μάριο Ντράγκι στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup οι οποίες έδωσαν αφορμή για έντονη αντίδραση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου, ενώ δεν περνούν απαρατήρητες οι επισημάνσεις του Διοικητή της ΤτΕ αναφορικά με τις αναταράξεις στις αγορές και την επίδρασή τους σε μία χώρα η οποία απέχει πέντε σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με τον κο Στουρνάρα, τα κρίσιμα ζητήματα που θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας από τώρα και στο εξής είναι τέσσερα:
Η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους
Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους από τους θεσμούς και η λήψη των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσής του από το Eurogroup πρέπει να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα και με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών και να δρομολογηθεί η ομαλή έξοδος από το πρόγραμμα.
Η εμπέδωση της εμπιστοσύνης
Για να επιτύχει η Ελλάδα την έξοδο στις αγορές με ευνοϊκούς όρους, πρέπει να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και να διαβεβαιώσει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν θα διολισθήσει εκ νέου σε λάθος κατεύθυνση. Οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί πρέπει να τηρηθούν και να γίνουν αποφασιστικά βήματα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων, με πρώτο βήμα την άρση των προσκομμάτων σε μεγάλες επενδύσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί αλλά καθυστερούν. Στον τομέα αυτό, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η νομοθεσία για τις χρήσεις γης.
Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής, στην οποία θα εντάσσονται οι στόχοι, δημοσιονομικοί και διαρθρωτικοί, που έχουν ήδη αποφασιστεί για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, θα δώσει ισχυρή ώθηση στην εμπιστοσύνη.
Ομαλή έξοδος στις αγορές
Μετά τη λήξη του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, προσφεύγοντας στις διεθνείς χρηματαγορές με διατηρήσιμους όρους. Όπως αναφέρθηκε ήδη, η εμπέδωση της εμπιστοσύνης είναι η κύρια και ουσιαστική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα χρηματοδοτικό δίχτυ ασφαλείας που θα πείθει ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες συγκυριακές αντιξοότητες, που καθιστούν το κόστος χρηματοδότησης μη ανεκτό.
Κατά τον Γ. Στουρνάρα, μία τέτοια δικλίδα ασφαλείας είναι το προβλεπόμενο «απόθεμα ρευστότητας», που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η προσφυγή στις αγορές σε περιόδους αστάθειας και αυξημένου κόστους αναχρηματοδότησης. Οι αναταραχές, όπως οι πρόσφατες, φαίνεται όμως ότι επηρεάζουν περισσότερο τις χώρες με αδύναμη πιστοληπτική διαβάθμιση και λιγότερο ισχυρή οικονομία, οι οποίες είδαν τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τους να αυξάνονται σημαντικά. Κατά συνέπεια, υπό τις παρούσες αβέβαιες συνθήκες, η έξοδος του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, αν και είναι επιβεβλημένη προκειμένου η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα, πρέπει να γίνεται με προσεκτικά βήματα.
Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές για τη δημιουργία ενός ασφαλούς αποθέματος ρευστότητας πριν από τη λήξη του προγράμματος δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και προετοιμάζει το έδαφος για την έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα. Ωστόσο, συμπληρωματικά θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού προγράμματος στήριξης.
Οπως υποστηρίζει, το ενδεχόμενο προσφυγής σε προληπτικό πρόγραμμα στήριξης, ιδιαίτερα μάλιστα εάν οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές συνηγορούν, δεν θα πρέπει να δραματοποιείται, καθώς οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δημιουργήθηκαν για να χρησιμοποιούνται όταν υπάρχει ανάγκη. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Η προληπτική πιστοληπτική γραμμή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) θα καθιστούσε αυτούς τους πόρους διαθέσιμους, χωρίς να είναι απαραίτητη εκ προοιμίου η άντλησή τους. Αντίθετα, η συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων συνεπάγεται άμεσα πρόσθετο δανεισμό, ο οποίος επιβαρύνει το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Επιπλέον, αυτό το πλαίσιο προληπτικής στήριξης εξασφαλίζει τη διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προκειμένου αυτά να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική πιστοληπτική διαβάθμιση. Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή, το απόθεμα ασφαλείας για τις συστημικές τράπεζες εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο και πέραν του Αυγούστου του 2018.
Τέλος, η διατήρηση της παρέκκλισης (waiver) σε συνδυασμό με τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους θα επιτρέψουν την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς κρατικών τίτλων, είτε στην κανονική του διάρκεια είτε κατά την περίοδο επανεπένδυσης, επηρεάζοντας πτωτικά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.
Το πλαίσιο εποπτείας μετά το πρόγραμμα
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, προκύπτει ότι η λήξη του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 δεν συνεπάγεται αποδέσμευση της χώρας από υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών της. Αυτό που αλλάζει είναι η μορφή του πλαισίου εποπτείας της χώρας, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στους γενικούς όρους και κανονισμούς εποπτείας που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κανονισμός 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προβλέπει αυτόματη άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα, μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες.
Πέραν των διατάξεων που είναι ήδη σε ισχύ, έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλαγές στην οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ, οι οποίες αφορούν ζητήματα που μπορούν να επηρεάσουν τη φύση της εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά το πρόγραμμα και θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το πρώτο εξάμηνο του 2018. Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον αυξημένο ρόλο του ESM και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Γίνεται επομένως φανερό ότι η ομαλή έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα και η επιτυχής πορεία της στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγονται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής μετά το πρόγραμμα και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι την ολοκλήρωσή τους.
Η οικονομία
Το 2017 ήταν έτος επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη μετά από πολυετή περίοδο ύφεσης, με εξαίρεση το 2014. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,6% το 2017 και προβλέπεται να ενισχυθεί σε 2,4% και 2,5% το 2018 και το 2019 αντίστοιχα. Υπάρχουν επομένως βάσιμες ενδείξεις ότι μετά από μια μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη οικονομική προσαρμογή, εμπεδώνεται μια αναπτυξιακή δυναμική, που προσδιορίστηκε τόσο από τις ευνοϊκές εγχώριες εξελίξεις όσο και από την καλή ευρωπαϊκή συγκυρία, τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ.
Φορολογική κόπωση
Οπως δείχνουν τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου για το 2017 προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εσόδων παρελθόντων οικονομικών ετών (κατασχέσεις, πρόσθετοι φόροι από οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων, ρυθμίσεις οφειλών), που συνδέεται πρωτίστως με συγκυριακούς λόγους, αλλά και από τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Αντίθετα, η αύξηση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους είναι οριακή, παρά την αύξηση των φορολογικών συντελεστών και την επιβολή νέων φόρων. Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη για φορολογική κόπωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και υποδηλώνει την αναγκαιότητα αλλαγής του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι κίνδυνοι
Παρά τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, που ενδέχεται να απειλήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν.
Βραχυπρόθεσμα, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι είναι η καθυστέρηση στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων μέτρων στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης, που θα οδηγούσε σε καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, και η τυχόν απόκλιση από την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Επιπλέον, η μη έγκαιρη αποσαφήνιση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους είναι αιτία που μπορεί να αναζωπυρώσει αβεβαιότητες.
Εξίσου σημαντικός είναι ο κίνδυνος από την αντιστροφή της μέχρι σήμερα θετικής πορείας των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Ελλοχεύουν ωστόσο και εξωτερικοί κίνδυνοι, που δημιουργούν ανησυχίες για τη διατήρηση της εξαιρετικά ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της παγκόσμιας σταθερότητας.
Το νέο παραγωγικό μοντέλο
Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη ημέρα της εξόδου της Ελλάδος από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής θα πρέπει να επικεντρωθεί όχι μόνο στη λήψη μέτρων εξισορρόπησης των διαταραχών του οικονομικού κύκλου, αλλά πρωτίστως στην άσκηση μεσομακροπρόθεσμης αναπτυξιακής πολιτικής με διττό στόχο την πλήρη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και ταυτόχρονα τη διασφάλιση δημοσιονομικής σταθερότητας.
Το σχέδιο πρέπει να στοχεύει σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέσω της ενίσχυσης της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, του εξωστρεφούς προσανατολισμού της παραγωγικής δομής και της ευρύτερης κοινωνικής συμμετοχής. Προϋπόθεση επιτυχίας είναι η υλοποίηση μεγάλων τομών στον ιστό της οικονομίας. Συγκεκριμένα, απαιτούνται:
Πρώτον, ριζική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, με σαφή οριοθέτηση της κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Δεύτερον, επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Τρίτον, αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, με γνώμονα τη δημιουργία ενός απλού και σταθερού φορολογικού πλαισίου με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Τέταρτον, επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλες τις μορφές της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να περιοριστεί αποτελεσματικά το μέγεθος της άτυπης οικονομίας και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα με δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Πέμπτον, έμφαση στο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία-έρευνα-καινοτομία), με αξιολόγηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και σύνδεση της έρευνας με τη χρηματοδότηση και την παραγωγική διαδικασία. Και τούτο διότι η σύνδεση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και έρευνας με την παραγωγική διαδικασία προωθεί την καινοτομία και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Έκτον, και σημαντικότερο, ισχυροποίηση της ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών και του κράτους δικαίου.
*Δείτε ολόκληρη την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".