Με ταχύτατους ρυθμούς η Ε.Ε. προχωρά τις διαδικασίες της απανθρακοποίησης της ενιαίας αγοράς, με καθοριστικό βήμα την ψήφιση, αύριο, Τρίτη 6 Φεβρουαρίου, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της νέας κοινοτικής οδηγίας που οδηγεί γρηγορότερα στη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό και με άλλες ενέργειες ευρωπαϊκών κρατών να παύσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη έρχεται σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση προχωρά στην πώληση τέτοιων μονάδων της ΔΕΗ. Προκαλούνται έντονοι προβληματισμοί ως προς την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος και κυρίως ως προς το τίμημα που θα προσφερθεί, αν τελικά εμφανιστούν επενδυτές για την απόκτηση των εργοστασίων της Μελίτης και της Μεγαλόπολης.
Με το σχέδιο της οδηγίας, το οποίο έχει ήδη συμφωνηθεί ανεπισήμως με τους Ευρωπαίους υπουργούς και συζητείται σήμερα Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου στην Ευρωβουλή, θα επιταχυνθεί η ετήσια μείωση του αριθμού των διαθέσιμων προς δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων μέσω του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της Ένωσης (Emissions Trading System). Για την ακρίβεια, προβλέπεται η αύξηση της ετήσιας μείωσης των δικαιωμάτων εκπομπής προς πλειστηριασμό (λεγόμενος «γραμμικός συντελεστής μείωσης») κατά 2,2% από το 2021, έναντι του υφιστάμενου 1,74%. Αυτός ο παράγοντας θα επανεξετασθεί και με στόχο την περαιτέρω αύξηση έως το 2024 το νωρίτερο.
Επίσης η οδηγία έρχεται να διπλασιάσει την ικανότητα του αποθεματικού για τη σταθερότητα της αγοράς (ETS Market Stability Reserve), ώστε να απορροφά το πλεόνασμα δικαιωμάτων στην αγορά. Όταν ενεργοποιηθεί, θα απορροφήσει μέχρι και 24% των πλεονασματικών πιστώσεων σε κάθε έτος πλειστηριασμού για τα πρώτα πέντε έτη, αυξάνοντας έτσι την τιμή τους και πιέζοντας για λιγότερα δικαιώματα εκπομπών ρύπων.
Ακόμη θα συσταθούν δύο νέα ταμεία: Το Ταμείο Εκσυγχρονισμού, το οποίο θα έχει στόχο τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τον εκσυγχρονισμό των ενεργειακών συστημάτων ορισμένων κρατών μελών με κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και το Ταμείο Καινοτομίας, που θα παρέχει οικονομική στήριξη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα και στα έργα καινοτομίας χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως με το νέο σύστημα, οι τιμές αγοράς δικαιωμάτων ρύπων θα εκτιναχθούν πάνω και από τα 20 ευρώ ανά τόνο, έναντι 7-8 ευρώ ανά τόνο που κυμαίνονται σήμερα, καθιστώντας ουσιαστικά ασύμφορη την επένδυση στις λιγνιτικές μονάδες.
Το ιστορικό
Το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων θέτει ένα ανώτατο όριο επιτρεπόμενων εκπομπών για τους τομείς που καλύπτονται από το σύστημα. Εντός των ορίων αυτών, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν ή αγοράζουν δικαιώματα, τα οποία μπορούν να εμπορεύονται μεταξύ τους ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Στις 15 Ιουλίου 2015, η Επιτροπή δημοσίευσε την πρότασή της για την τέταρτη φάση του συστήματος εμπορίας ρύπων. Στόχος είναι η μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της Ένωσης έως το 2030 τουλάχιστον κατά 40%, με ταυτόχρονη προστασία της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τον κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» (επιχειρήσεις με υψηλές εκπομπές ρύπων που μετακινούνται σε τρίτες χώρες με λιγότερο αυστηρά όρια), η προώθηση της καινοτομίας και ο εκσυγχρονισμός της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Οι δεσμεύσεις για ΑΠΕ και η παύση λιγνιτικών μονάδων στην Ε.Ε.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με βάση τις δεσμεύσεις των κρατών-μελών, έχει θέσει ως στόχους το 2030, με βάση το σχετικό σενάριο Αναφοράς για το ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής, τη μείωση κατά 40% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, τη διείσδυση των ΑΠΕ στο 27% και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης 27%.
Οι στόχοι ιδίως για τις ΑΠΕ συζητείται στις Βρυξέλλες να ανέβουν στο 32% με 35% για το 2030. Κάτι που υποβαθμίζει ακόμη περισσότερο την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από στερεά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης.
Πρόσφατα οι πολιτικές ηγεσίες κρατών όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησαν σε ανακοινώσεις παύσης λειτουργίας λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Αλλά και στο market test της γενικής διεύθυνσης Ανταγωνισμού για την πώληση των τεσσάρων μονάδων της ΔEH, οι επενδυτές που συμμετείχαν σε αυτό εξέφρασαν τους έντονους προβληματισμούς τους ως προς την επένδυση σε αυτές, λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής που προωθεί την καθαρή ενέργεια.