Το αποτύπωμα του ευνοϊκού διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος είναι ήδη ορατό στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα στην πορεία των εισπράξεων από τον τουρισμό, στην εξαγωγική δυναμική της ελληνικής μεταποιήσεως και στη σταδιακή αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, επισημαίνει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία έκθεσή της για την οικονομία.
Η τελευταία, σημειώνει η τράπεζα, διευκολύνει την προσπάθεια σταδιακής επιστροφής του Δημοσίου στις αγορές για άντληση ρευστότητος. Η πορεία αυτή επιβεβαιώθηκε από τη μεγάλη επιτυχία με την οποία ολοκληρώθηκε η ομολογιακή έκδοση της Αlpha Bank, ύψους €500 εκατ.
Ο βαθμός αξιοποιήσεως αυτού του ευνοϊκού περιβάλλοντος, ωστόσο, θα προσδιορισθεί από τη διαμόρφωση των συνθηκών εξόδου από το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, παράλληλα με την τέταρτη αξιολόγηση, και κυρίως από την ομαλή επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του.
Τα βασικά στοιχεία αυτής της προετοιμασίας είναι:
(α) ο σχεδιασμός της εξόδου από το πρόγραμμα υπό το φως της πρόσφατης εμπειρίας χωρών, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη την ιδιαιτερότητα της Ελλάδος ως προς το ύψος του δημοσίου χρέους,
(β) η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστών διαθεσίμων (cash buffer) που θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές την επόμενη διετία στηρίζοντας το αξιόχρεο της χώρας,
(γ) η εξειδίκευση και εφαρμογή των μέτρων ελαφρύνσεως του χρέους στην κατεύθυνση της αποφάσεως του Eurogroup τον Ιούνιο του 2017, ώστε οι εκθέσεις βιωσιμότητάς του (τόσο από το ΔΝΤ όσο και την ΕΕ) να σχεδιάζονται με ρεαλιστικές υποθέσεις και παραμέτρους έτσι ώστε να ενισχύουν την εμπιστοσύνη του διεθνούς επενδυτικού κοινού, και τέλος,
(δ) η πλήρης και ταχεία υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων που περιλαμβάνει το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής, ώστε να διασφαλισθεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και παράλληλα να ενισχυθούν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η αναπτυξιακή δυναμική και κατά συνέπεια η ικανότητα εξυπηρετήσεως του χρέους.
Η Αlpha Bank στο παρόν δελτίο επιχειρεί να παρουσιάσει τη θετική επίδραση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος στην ελληνική οικονομία και να αναλύσουμε τις προϋποθέσεις αξιοποιήσεώς της, στον μεσοχρόνιο ορίζοντα.
Α. Η Θετική Επίδραση από το Ευνοϊκό Διεθνές Περιβάλλον
Με βάση τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (φθινόπωρο 2017), ο ρυθμός μεγεθύνσεως του ΑΕΠ το 2018 στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται στο 2,1%, δηλαδή 0,2 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα της προηγούμενης προβλέψεως (Άνοιξη 2017). Επίσης, το παγκόσμιο εμπόριο προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,1% το 2018 (προηγούμενη πρόβλεψη Ευρωπαϊκής Επιτροπής Άνοιξη 2017:+3,8%), ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, το 2018 οι αφίξεις τουριστών στην Ευρώπη αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,5%-4,5%.
Η θετική επίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος, δηλαδή της ενισχύσεως του διεθνούς εμπορίου και της οικονομικής μεγεθύνσεως της Ευρώπης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αποτυπώνονται εν μέρει στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2017, το Ισοζύγιο των Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) βελτιώθηκε περαιτέρω καθώς κατέγραψε μικρότερο έλλειμμα ύψους €0,2 δισ., έναντι ελλείμματος €0,9 δισ. στο αντίστοιχο διάστημα του 2016. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη σημαντική βελτίωση των εξαγωγών κυρίως των υπηρεσιών αλλά και των αγαθών.
Ειδικότερα, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο των υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 14,7%, σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2017, έναντι σημαντικής μειώσεως κατά 11,1% στο αντίστοιχο διάστημα του 2016. Η θετική αυτή εξέλιξη προκύπτει, ως αποτέλεσμα της ενισχύσεως των εισπράξεων τόσο από μεταφορές (αφορά κυρίως θαλάσσιες μεταφορές) όσο και από τον τουρισμό καθώς και τις λοιπές υπηρεσίες. Ειδικότερα, οι εισπράξεις από μεταφορές αυξήθηκαν κατά 17,6%, σε ετήσια βάση, το ενδεκάμηνο του 2017 έναντι μειώσεως κατά 23,9% στο ενδεκάμηνο του 2016, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, σημείωσαν αύξηση κατά 10,7%, σε ετήσια βάση, από πτώση 6,6% στην αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών εισπράξεων προέρχεται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2015-11Μ2017, το 68% των εισπράξεων από τις τουριστικές υπηρεσίες προέρχεται από αλλοδαπούς επισκέπτες που διαμένουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το ενδεκάμηνο του 2017 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ΕΕ28 αυξήθηκαν κατά €1,2 δισ. σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Παράλληλα, οι εξαγωγές αγαθών συνεχίζουν να αυξάνονται με υψηλό ρυθμό, κατά 14,0% σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2017, έναντι πτώσεως κατά 2,0% το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν οι αυξημένες τιμές πετρελαίου σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο αλλά και το γεγονός ότι οι εξαγωγές αγαθών, εξαιρουμένων των καυσίμων, αυξήθηκαν επίσης ικανοποιητικά κατά 9,4% σε ετήσια βάση, στο ενδεκάμηνο του 2017.
Το μεγαλύτερο μέρος των Ελληνικών εξαγωγών αγαθών κατευθύνεται στην Ευρώπη. Ειδικά την περίοδο 2015-11Μ 2017 το 54,6% κατά μέσο όρο των εξαγωγών αγαθών προορίζονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το ενδεκάμηνο του 2017, οι εξαγωγές προς τις χώρες της ΕΕ28 αυξήθηκαν κατά €1 δισ. σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2016.
Τέλος, όσον αφορά στην εξέλιξη των καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων, σημειώνεται η σημαντική άνοδος το 2016 σε σχέση με το 2015, τόσο στις συνολικές καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις, όσο και ειδικά σε αυτές που προέρχονται από τις χώρες της ΕΕ-28. Η τάση ενισχύσεως των καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων συνεχίσθηκε το 2017, καθώς στο ενδεκάμηνο του 2017, ανήλθαν στα € 3,3 δισ., από € 2,5 δισ. στο αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Β. Σχεδιασμός της επιστροφής στις χρηματοοικονομικές αγορές: Η σημασία του αποθέματος ρευστών διαθεσίμων, της ρυθμίσεως του χρέους και των ιδιωτικοποιήσεων
Καθώς πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα απόθεμα ρευστών διαθεσίμων (cash buffer) προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος της Ελλάδος στις διεθνείς αγορές ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Με βάση τις εκτιμήσεις του ESM στην έκθεση για την τρίτη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, ένα απόθεμα ύψους €17 δισ. είναι αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας από το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018) και για διάστημα ενός έτους και €30 δισ. περίπου έως το τέλος του 2020.
Η πρόοδος στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων, αλλά και τα αναμενόμενα έσοδα από SMP και ANFA (κέρδη ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από την αγορά ελληνικών ομολόγων) εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν το αποθεματικό κεφάλαιο, ελαχιστοποιώντας συνεπώς μια εκ νέου ενίσχυση της αβεβαιότητας που θα προέλθει από την ανησυχία για το αν η χώρα μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες. Συνεπώς, όσο μεγαλύτερο είναι το κεφαλαιακό απόθεμα, τόσο ομαλότερη η έξοδος της χώρας στις αγορές και ως εκ τούτου, η ενίσχυση των αναπτυξιακών της προοπτικών.
Επιπλέον, η εξειδίκευση των μέτρων για το χρέος και η εφαρμογή τους μετά το τέλος του προγράμματος θα προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη αξιοπιστία στο εγχείρημα της εξόδου στις διεθνείς αγορές για τη χρηματοδότηση των αναγκών του ελληνικού Δημοσίου, αφού το επενδυτικό κοινό θα γνωρίζει με σαφήνεια ότι η χώρα δύναται να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.
Τέλος, ο σχεδιασμός της εξόδου περιλαμβάνει την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Η ταχεία υλοποίηση τους είναι απαραίτητη, πρώτον, διότι τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους, και δεύτερον, διότι τα σχετικά επενδυτικά σχέδια θα προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις ενισχύοντας την ανάπτυξη της χώρας και συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, βελτιώνοντας κατά συνέπεια τις επενδυτικές προσδοκίες.