Η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά των ελληνικών ομολόγων κατά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους είχε σημαντικό αντίκτυπο στις τιμές και τις αποδόσεις, αλλά όχι στον βαθμό που απαιτούσε η υπό κατάρρευση ελληνική οικονομία, εκτιμά έκθεση του Peterson Institute.
Oι ερευνητές του ινστιτούτου, υποστηρίζουν πως οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ υπό το πρόγραμμα SMP είχαν μεγάλο αντίκτυπο στις τιμές και τις αποδόσεις των αγοραζόμενων ελληνικών κρατικών ομολόγων. Ο αντίκτυπος ήταν μεγαλύτερος στις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων, όπου και οι αγοραζόμενες ποσότητες ήταν μεγαλύτερες (ομόλογα ωρίμανσης ως και επτά ετών).
Σύμφωνα με την έκθεση που τιτλοφορείται «ECB Interventions in Distressed Sovereign Debt Markets: The Case of Greek Bonds», ο λόγος που οι αγορές της ΕΚΤ επηρέασαν τις αποδόσεις των ομολόγων δεν οφείλεται στό ότι μείωσαν το ρίσκο χρεοκοπίας ή γιατί αύξησαν τη ρευστότητα. Αντίθετα, η επίδραση οφείλεται περισσότερο σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με την προσφορά.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές Christoph Trebesch και Jeromin Zettelmeyer, οι αγορές είχαν περιορισμένες δευτερογενείς επιπτώσεις (spillover effects), καθώς δεν οδήγησαν σε σημαντική μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων που δεν συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα. Επιπλέον, μικρός ήταν και ο αντίκτυπος στα ελληνικά εταιρικά ομόλογα και στην αγορά για ελληνικά CDS (σ.σ. ασφάλιστρα κινδύνου).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ είχαν σίγουρα επιτυχία στον να προκαλέσουν ένα ισχυρό αντίκτυπο στις αποδόσεις των ομολόγων. Οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε πτώση στις αποδόσεις των αγοραζόμενων ομολόγων κατά 165 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο. Επιπλέον, ο αντίκτυπος αυτός είχε διάρκεια, καθώς κράτησε ως και έξι μήνες μετά το τέλος της κύριας περιόδου παρέμβασης.
Ωστόσο, δεν ήταν αρκετός για το μέγεθος της ελληνικής κρίσης. Ως το τέλος του Αυγούστου του 2010, η μέση απόδοση των ομολόγων είχε επιστρέψει στα επίπεδα του Απριλίου.
«Η ερμηνεία μας είναι πως η παρέμβαση στα ομόλογα επιτάχυνε και στήριξε την σταθεροποίηση των αγορών ομολόγων στη διάρκεια ενός παράθυρου ευκαιρίας στο οποίο το πρόγραμμα προσαρμογής είχε μια μικρή αλλά υπαρκτή πιθανότητα επιτυχίας. Αλλά οι επιπτώσεις αυτές αντισταθμίστηκαν τελικά από αμφιβολίες για την δυνατότητα της Ελλάδας να ανακτήσει την δημοσιονομική της βιωσιμότητα χωρίς μια αναδιάρθρωση χρέους» επισημαίνεται στην έκθεση.
«Εν κατακλείδι, τα ευρήματα μας επιβεβαιώνουν την ισχύ των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών σε περιόδους κρίσης. Την ίδια στιγμή, δείχνουν πως σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, η ισχύς αυτή μπορεί να μην επεκταθεί αναγκαστικά και πέρα από τους τίτλους που αγοράζονται. Και δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει την πορεία μιας χώρας με βαθιά δημοσιονομικά προβλήματα, αν τα προβλήματα αυτά δεν αντιμετωπιστούν με επιτυχία μέσω άλλων εργαλείων» σημειώνεται.