Οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου που αφορούν στην διαμεσολάβηση, ως τρόπο εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, έχουν εγείρει θύελλα αντιδράσεων από δικαστές και εισαγγελείς οι οποίοι κάνουν λόγο για «ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης».
Οι λειτουργοί της Θέμιδος τίθενται υπέρ της διαμεσολάβησης όχι όμως του υποχρεωτικού χαρακτήρα της.
Βάσει του πολυνομοσχεδίου πριν οιοσδήποτε πολίτης προσφύγει στα δικαστήρια θα πρέπει να επιχειρήσει να επιλύσει τις διαφορές του δια της διαμεσολάβησης. Οι διαφορές που εμπίπτουν στην υποχρεωτική διαμεσολάβηση είναι οι εξής:
α) Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας, οι διαφορές από τη λειτουργία απλής και σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, οι διαφορές αφενός ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και κάθετης ιδιοκτησίας και αφετέρου στους ιδιοκτήτες ορόφων, διαμερισμάτων και κάθετων ιδιοκτησιών, καθώς επίσης και διαφορές που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1003 έως 1032 του ΑΚ.
β) Οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους, εκτός αν από το ζημιογόνο συμβάν επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη.
γ) Οι διαφορές από αμοιβές.
δ) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές της παρ. 1 περ. α’, β’ και γ’ και της παρ. 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ.
ε) Οι ατομικές εργατικές διαφορές, πλην της περίπτωσης κατά την οποία ο εργαζόμενος επιλέγει τη διαδικασία του άρθρου 636Α ΚΠολΔ. Αν κατά της εκδοθείσας, σύμφωνα με την ως άνω διαδικασία, διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, ασκηθεί ανακοπή σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 636Α ΚΠολΔ, ο ανακόπτων-εργοδότης υποχρεούται να προσφύγει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, σύμφωνα με την παρ. 3 του παρόντος άρθρου, σε αντίθετη δε περίπτωση, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στη παρ. 1Β του παρόντος άρθρου, περί απαραδέκτου της συζήτησης της ανακοπής και επιβολής χρηματικών ποινών.
στ) Οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών, οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων.
ζ) Οι διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.
η) Οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου.
θ) Οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο.
ι) Οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις.
ια) Οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών.
Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης, κάθε μέρος της διαφοράς δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο, προσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, το πρακτικό αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Το ίδιο δικαίωμα έχει κάθε μέρος της διαφοράς για κάθε κεφάλαιο των απαιτήσεών του το οποίο δεν συζητήθηκε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης από υπαιτιότητα του άλλου μέρους, καίτοι αυτό υπαγόταν υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανεξαρτήτως του αποτελέσματος αυτής. Αν το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό και το άλλο μέρος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του πρακτικού.
Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς δύναται να επιβληθεί στο διάδικο μέρος που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε νομότυπα προς τούτο, χρηματική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερη από τριακόσια (300) ευρώ, συνεκτιμωμένης της εν γένει συμπεριφοράς του στη μη προσέλευση στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και επιπλέον χρηματική ποινή μέχρι ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς ανάλογα με την έκταση της ήττας αυτού. Οι χρηματικές ποινές του προηγούμενου εδαφίου περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο και συνιστούν δημόσια έσοδα. Αντίγραφο της απόφασης κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του Δικαστηρίου στο Υπουργείο Οικονομικών.
Η αμοιβή του Διαμεσολαβητή
Σύμφωνα με τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία των μερών.
Εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η αμοιβή ορίζεται ως εξής:
α) Για απασχόληση έως δύο (2) ωρών η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στα διακόσια πενήντα (250) ευρώ,
β) Για απασχόληση από δύο (2) ώρες και πάνω η ελάχιστη ωριαία αμοιβή ορίζεται στα εκατό (100) ευρώ.
Τα ποσά αυτά μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
3. α) Αν η διαφορά αφορά διατροφή, ο υπόχρεος της διατροφής καταβάλλει στον διαμεσολαβητή ελάχιστη αμοιβή ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Τυχόν επιπλέον αμοιβή καταβάλλεται με ελεύθερη συμφωνία των μερών.
β) Σε περίπτωση διαφορών που αφορούν εργασιακή σχέση, εφόσον ο εργαζόμενος έχει και αξιώσεις από μη καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, ο εργοδότης καταβάλλει στο διαμεσολαβητή ελάχιστη αμοιβή ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Τυχόν επιπλέον αμοιβή καταβάλλεται με ελεύθερη συμφωνία των μερών.