Με μια πρώτη ματιά, οι διαφορές ανάμεσα στην απόφαση του 2013 αναφορικά με τις προϋποθέσεις έκδοσης βεβαίωσης οφειλής κατά τη μεταβίβαση ακινήτου και της νεότερης που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης είναι δυσδιάκριτες.
Το έμπειρο μάτι των φοροτεχνικών όμως ξεχωρίζει απευθείας τις διευκολύνσεις που επέρχονται πλέον κατά τη μεταβίβαση ακινήτων, όταν οι πωλητές έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με την εφορία και όπως επισημαίνουν, οι αγοραπωλησίες ακινήτων διευκολύνονται πλέον καταλυτικά.
Μέχρι πρότινος, για να ανοίξει ο δρόμος μεταβίβασης ενός ακινήτου όταν ο πωλητής είχε ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία, και η αντικειμενική αξία του μεταβιβαζόμενου ακινήτου ήταν χαμηλότερη από το ύψος της οφειλής, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η διασφάλιση των συνολικών οφειλών που απέμεναν, από εγγυήσεις ή εμπράγματες εξασφαλίσεις.
Η συγκεκριμένη απόφαση (ΠΟΛ 1275/2013) όριζε πως η βεβαίωση οφειλής στην περίπτωση που εκδίδεται λόγω μεταβίβασης ακινήτου ή σύστασης εμπράγματου δικαιώματος επ' αυτού εξ επαχθούς αιτίας, πέραν των προϋποθέσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 θα πρέπει να συντρέχουν και οι παρακάτω:
α) αποδίδεται στη Φορολογική Διοίκηση από τον συμβολαιογράφο το σύνολο του προϊόντος του τιμήματος και μέχρι του ύψους των οφειλών, το οποίο αναγράφεται επί της βεβαίωσης και το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ή του δικαιώματος που συστήνεται επ’ αυτού, εκτός εάν οι εναπομένουσες οφειλές διασφαλίζονται από εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες, οπότε σημειώνεται επί της βεβαίωσης αντίστοιχη ένδειξη.
β) δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι μη έκδοσης του αποδεικτικού ενημερότητας, παρά μόνον οι ανωτέρω οφειλές.
Η πρώτη παράγραφος, με τη νέα απόφαση του Γιώργου Πιτσιλή, διαφοροποιείται και ορίζει πως κατά την έκδοση βεβαίωσης οφειλής (που επέχει θέση αποδεικτικού ενημερότητας) για την πώληση ακινήτου, στην περίπτωση όπου το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζόμενου ακινήτου, η διασφάλιση της οφειλής περιορίζεται στη διαφορά ανάμεσα στο τίμημα και την αντικειμενική αξία. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι συναλλαγές επί ακινήτων φορολογούμενων, οι οποίοι βρίσκονται σε δυσχερή ταμειακή θέση και οι οφειλές τους δεν εξοφλούνται πλήρως με το τίμημα, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η είσπραξη των βεβαιωμένων οφειλών.
Η νέα διατύπωση της επίμαχης παραγράφου έχει ως εξής:
α. αποδίδεται στη Φορολογική Διοίκηση από τον συμβολαιογράφο το σύνολο του προϊόντος του τιμήματος και μέχρι του ύψους των οφειλών, το οποίο αναγράφεται επί της βεβαίωσης και το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ή του δικαιώματος που συστήνεται επ' αυτού, εκτός εάν οι εναπομένουσες οφειλές που αντιστοιχούν στη διαφορά της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ή του δικαιώματος που συστήνεται επ’ αυτού και του τιμήματος διασφαλίζονται από εγγυήσεις ή εμπράγματες ασφάλειες, οπότε σημειώνεται επί της βεβαίωσης αντίστοιχη ένδειξη.
Με τη νέα της μορφή, η συγκεκριμένη παράγραφος μπορεί να περιορίσει σημαντικά το ύψος των οφειλών που θα πρέπει να καλυφθούν για την έκδοση βεβαίωσης οφειλής, διευκολύνοντας έτσι τις μεταβιβάσεις ακινήτων.