Επτά μονάδες ύφεσης ή περίπου 15 δισ. ευρώ θα μπορούσε να έχει γλιτώσει η ελληνική οικονομία, αν είχε «χτυπηθεί» αποτελεσματικά η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή, έναντι της επιλογής διαρκούς αύξησης των φόρων προκειμένου να βγουν τα νούμερα του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος περιλαμβάνεται μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση αναφορικά με τους παράλληλους βίους της παραοικονομίας, της δημοσιονομικής προσαρμογής και της ύφεσης.
Ως περίοδος αναφοράς λαμβάνεται η περίοδος 2010-15 και ως βασική παραδοχή ότι η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια με το μέγεθος του αθροίσματος παραοικονομίας και φοροδιαφυγής να φτάνει στο 25% του ΑΕΠ.
Τα συμπεράσματα είναι εντυπωσιακά και αποκαρδιωτικά ταυτόχρονα. Αν αντί για αυξήσεις φόρων είχε «χτυπηθεί» αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, το αποτέλεσμα θα ήταν ύφεση μικρότερη κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Με την παραοικονομία στο 25% του ΑΕΠ, κάθε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά μία μονάδα ροκανίζει 2,8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έναντι κόστους 1,5%, αν δεν υπήρχε παραοικονομία.
Επιπλέον, για να αυξηθούν τα έσοδα από φορολογία εισοδήματος κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, απαιτείται αύξηση του φορολογικού συντελεστή κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, όταν δεν υπάρχει παραοικονομία, έναντι αύξησης κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, όταν υπάρχει παραοικονομία.
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με τα υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας. Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα την περίοδο 2003-2015 ανερχόταν κατά μέσο όρο στο 25% του ΑΕΠ, σε σχέση με 19% κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ και 20% στην ΕΕ.
Οι αλληλεπιδράσεις
Η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζει τις αποφάσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για παραγωγή, απασχόληση, επενδύσεις και κατανάλωση στην επίσημη οικονομία. Όταν υπάρχει παραοικονομία, η δημοσιονομική πολιτική επιδρά και στην κατανομή των παραγωγικών πόρων μεταξύ της επίσημης και της ανεπίσημης οικονομίας. Η μεταφορά παραγωγικών πόρων σε δραστηριότητες όπου δεν αποδίδονται φόροι επηρεάζει άμεσα την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, μέσω της απώλειας φορολογικών εσόδων, και έμμεσα, μέσω της μείωσης της συνολικής παραγωγικότητας. Η τελευταία οφείλεται στην απώλεια κατανεμητικής αποτελεσματικότητας (allocative efficiency), δεδομένου ότι η παραοικονομία χαρακτηρίζεται από δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, π.χ. λόγω έλλειψης οικονομιών κλίμακας και επενδύσεων.
Η μελέτη και τα δύο σενάρια
Η αλληλεπίδραση της παραοικονομίας με τη δημοσιονομική πολιτική διερευνάται με τη βοήθεια ενός δυναμικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας για την ελληνική οικονομία, το οποίο ενσωματώνει την αδήλωτη παραγωγή και την αδήλωτη απασχόληση. Προκειμένου να μελετηθούν οι επιπτώσεις της παραοικονομίας στην ελληνική οικονομία, το υπόδειγμα διαμετρήθηκε υπό δύο εναλλακτικά σενάρια αναφορικά με το μέγεθος της παραοικονομίας.
Στο πρώτο σενάριο, το μέγεθος της παραοικονομίας ανέρχεται σε 25% του ΑΕΠ, συνεπές με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία. Στο δεύτερο σενάριο, γίνεται η υπόθεση ότι στην ελληνική οικονομία δεν υπάρχει παραοικονομία και φοροδιαφυγή.
Ειδικότερα, εξετάζονται οι επιδράσεις της αύξησης των φόρων και της μείωσης των δαπανών στην επίσημη παραγωγή (ΑΕΠ), στην «πραγματική» παραγωγή (true output), η οποία ορίζεται ως το άθροισμα του ΑΕΠ και της παραγωγής στην ανεπίσημη οικονομία, καθώς και στο μέγεθος της παραοικονομίας και της αδήλωτης απασχόλησης.
Τα αποτελέσματα οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Η αύξηση των φόρων όταν υπάρχει παραοικονομία οδηγεί σε μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ μακροχρόνια σε σχέση με την περίπτωση όπου δεν υπάρχει παραοικονομία. Συγκεκριμένα, για κάθε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, το ΑΕΠ μειώνεται κατά 2,8% όταν υπάρχει παραοικονομία και κατά 1,5%, όταν δεν υπάρχει παραοικονομία. Η μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ στην πρώτη περίπτωση οφείλεται στο γεγονός ότι η αύξηση της φορολογίας δημιουργεί κίνητρα για μεταφορά παραγωγικών πόρων από την επίσημη οικονομία προς την παραοικονομία. Αύξηση του φορολογικού βάρους κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ οδηγεί σε μεταφορά της παραγωγής και της απασχόλησης από την επίσημη στην ανεπίσημη οικονομία κατά 1,3 και 1,4 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, μειώνονται τα φορολογικά έσοδα και απαιτούνται μεγαλύτερες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων φορολογικών συντελεστών και παραοικονομίας, που οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση της επίσημης παραγωγής.
2. Η μεταφορά παραγωγικών πόρων προς την παραοικονομία λόγω αύξησης της φορολογίας συνεπάγεται κόστος σε όρους συνολικής παραγωγικότητας, διότι οι πόροι στην ανεπίσημη οικονομία χρησιμοποιούνται λιγότερο αποτελεσματικά.
3. Η ύφεση θα ήταν πολύ μικρότερη, αν οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονταν κυρίως μέσω της μείωσης των δαπανών και όχι μέσω της αύξησης της φορολογίας. Η μείωση του ΑΕΠ με και χωρίς παραοικονομία δεν διαφέρει σημαντικά. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τους υψηλότερους φόρους που μειώνουν άμεσα τις αποδόσεις των παραγωγικών συντελεστών στην επίσημη οικονομία, η μείωση των δημόσιων δαπανών τις επηρεάζει έμμεσα μέσω της μείωσης της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται στην επίσημη οικονομία. Συνεπώς, τα κίνητρα μεταφοράς παραγωγικών πόρων προς την ανεπίσημη οικονομία σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι τόσο ισχυρά.
Λιγότεροι φόροι
Αν δεν υπήρχε παραοικονομία στην Ελλάδα, σημειώνει η ΤτΕ, «οι απαιτούμενες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής θα ήταν σημαντικά μικρότερες.
Ενδεικτικά, για να επιτευχθεί μόνιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων από το εισόδημα από εργασία κατά μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ, απαιτείται αύξηση του φορολογικού συντελεστή κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες όταν δεν υπάρχει παραοικονομία, έναντι αύξησης κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, όταν υπάρχει παραοικονομία. Μάλιστα, η απόκλιση στις αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών στις δύο αυτές περιπτώσεις αυξάνεται όσο υψηλότερος είναι ο στόχος είσπραξης φορολογικών εσόδων. Όσο αυξάνεται το φορολογικό βάρος, τόσο αυξάνεται η απόκλιση στη μείωση του ΑΕΠ μεταξύ της οικονομίας όπου υπάρχει παραοικονομία και της οικονομίας όπου δεν υπάρχει, οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερο σφάλμα στις εκτιμήσεις των επιδράσεων της φορολογικής πολιτικής στο ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, όταν τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται από μία σε δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, η απόκλιση αυξάνεται από 1,3 σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι η υφεσιακή επίδραση της αύξησης της φορολογίας στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής στην ελληνική οικονομία θα ήταν μικρότερη, αν η παραοικονομία είχε ελεγχθεί αποτελεσματικά. Προσομοιώσεις του υποδείγματος επιβεβαιώνουν ότι η αρνητική επίδραση των φόρων στο ΑΕΠ της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής 2010-2015 θα μπορούσε να είναι σημαντικά μικρότερη.
Τα παραπάνω αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η ύφεση της ελληνικής οικονομίας των τελευταίων ετών λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να ήταν μικρότερη σε μέγεθος και διάρκεια, εάν είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή στην αρχή της κρίσης.