Η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης του Δημοσίου τομέα μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2022 εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την Ευρωπαϊκή και Ελληνική νομοθεσία, αποφάνθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της ΑΔΕΔΥ.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε προσφύγει η ΑΔΕΔΥ και ζητούσε να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες, αλλά και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Παράλληλα, η ΑΔΕΔΥ στρεφόταν και κατά του κύρους του μνημονιακού νόμου 4336/2105, με τον οποίο καθιερώνεται σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης.
Η 7μελής Σύνθεση του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αναστάσιο Γκότση και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Παρασκευή Μπραΐμη, με την υπ΄ αριθμ. 3281/2017 απόφασή της απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους νομικούς ισχυρισμούς της ΑΔΕΔΥ.
Κατ' αρχάς, οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι «η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης είναι δυνατή όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρελθόν, υπό την έννοια ότι μπορεί να καταλαμβάνει και ήδη θεμελιωμένα δικαιώματα, εφόσον βέβαια τηρείται η αρχή της αναλογικότητας».
Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, σημειώνουν οι δικαστές, «συνιστά μια επί το δυσμενέστερο μεταβολή των προϋποθέσεων χορηγήσεως των ασφαλιστικών παροχών, η οποία δεν απαγορεύεται, κατ' αρχάς, από το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, εφόσον προκύπτει αιτιολογημένα ότι με την επέμβαση αυτή μπορεί να διασφαλιστεί η διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αλλά πρέπει όμως να είναι και σύμφωνη με τις λοιπές διατάξεις του Συντάγματος».
Επισημαίνει το ΣτΕ ότι «η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης του Δημοσίου τομέα θεσπίστηκε μετά την ανακοίνωση της Συνόδου των Αρχηγών των κρατών μελών της Ευρωζώνης».
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, είναι μεταβατικού χαρακτήρα, λόγω της σταδιακής αύξησης των ορίων ηλικίας από 19.8.2015 έως 1.1.2022 και εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που άρχισε με προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις των ετών 2010 και 2012 (νόμοι 3863/2010, 3865/2010 και 4093/2012).
Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι τα μέτρα που θεσπίζονται με τον νόμο 4336/2015 και τις επίμαχες δύο υπουργικές αποφάσεις αποβλέπουν πρωτίστως στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος και στην εξοικονόμηση οικονομικών πόρων. Ως εκ τούτου, τονίζουν οι Σύμβουλοι Επικρατείας, «εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται η ΑΔΕΔΥ».
Ακόμη, αναφέρει το ΣτΕ ότι «η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αποβλέπει πρωτίστως στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος με την αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων πριν τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης» και προσθέτουν ότι από τη Συμφωνία Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων κρίθηκαν αναγκαίες οι αυξήσεις των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης για «τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της επιλογής πολλών ασφαλισμένων να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα».
Η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας, σύμφωνα με τους Συμβούλους Επικρατείας, δεν προσκρούει στην ΕΣΔΑ, καθώς η εν λόγω σύμβαση δεν κατοχυρώνει δικαίωμα συντάξεως ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται κατ’ αρχήν διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής ανάλογης με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Ούτε όμως η σταδιακή αύξηση των ορίων ηλικίας είναι αντίθετη στην ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/78 του Νοεμβρίου του 2000 για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έκριναν οι σύμβουλοι Επικρατείας.