Mαγική εικόνα, κατά κάποιο τρόπο, είναι τους τελευταίους δύο μήνες το Χρηματιστήριο της Αθήνας. Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει την υποχώρηση και τον (σχεδόν) εγκλωβισμό της αγοράς στο επίπεδο των 700-750 μονάδων, όπως και τις μεγάλες πιέσεις στις τραπεζικές μετοχές, απ’ την άλλη πλευρά, όμως, σημαντικός αριθμός μετοχών έχει αυτονομηθεί και ακολουθεί σταθερή ανοδική πορεία.
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει τη γενική εικόνα της αγοράς, η οποία δείχνει να μην έχει καταλύτη για να σχηματίσει σαφή τάση και μάλλον… αποτρέπει από την ενασχόληση μαζί της –κάθε άλλο παρά τυχαία άλλωστε και η στάση αναμονής που τηρούν οι ξένοι επενδυτές.
Οι αιτίες γνωστές και… απαράλλακτες: τράπεζες, κόκκινα δάνεια, ιδιωτικοποιήσεις, ανάπτυξη, πλειστηριασμοί κ.λπ. Όμως, καθώς στην εξίσωση βρίσκεται και μια σειρά από θετικά δεδομένα, ίσως κάποια καθαρά βήματα στα μεγάλα μέτωπα δώσουν ώθηση για υψηλότερα επίπεδα.
Η υστέρηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία:
-Οι αμερικανικές μετοχές βρίσκονται κοντά στο υψηλότερο σημείο των 8,5 τελευταίων ετών και η ευρωπαϊκή οικονομία δείχνει να ανακάμπτει, ξεπερνώντας τις όποιες γεωπολιτικές και πολιτικές αβεβαιότητες.
-Τα σενάρια περί εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη έχουν υποχωρήσει δραστικά (η απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων έχει σταθεροποιηθεί λίγο πάνω από το 5%) και το επίκεντρο των συζητήσεων εστιάζεται στον τρόπο «εξόδου της χώρας από τα μνημόνια» και στο πόσο υψηλή θα είναι η αύξηση του ΑΕΠ.
-Με εξαίρεση το ζήτημα των τραπεζών, οι εισηγμένες εταιρείες αναμένεται και φέτος να καταγράψουν άνοδο κερδών.
-Μέσα στο 2017 οι εταιρείες του Χ.Α. θα διανείμουν στους μετόχους τους μέσω μερισμάτων και επιστροφών κεφαλαίου γύρω στο 1 δισ. ευρώ. Έτσι, μετά το χαμηλό του 0,6 δισ. ευρώ που μοίρασε το σύνολο των εισηγμένων στους επενδυτές το 2013, ακολούθησαν το 0,9 δισ. του 2014 και το 1 δισ. του 2016, ενώ μέχρι σήμερα έχει διανεμηθεί μέσα στο 2017 ποσό ελαφρά μικρότερο του 1 δισ. ευρώ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, αν από την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση του συνόλου των εταιρειών του Χρηματιστηρίου (κυμαίνεται γύρω στα 51,4 δισ. ευρώ) αφαιρέσουμε αυτή των πέντε εισηγμένων τραπεζών (κοντά στα 7,25 δισ. ευρώ), τότε οι μη τραπεζικές μετοχές διαπραγματεύονται με μια μέση μερισματική απόδοση της τάξεως του 2,26%, η οποία είναι πολλαπλάσια από το επιτόκιο των τραπεζικών προθεσμιακών καταθέσεων (μεταξύ 0,4% και 0,5%).
-Βάσει του δείκτης κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ (Buffett Indicator), οι ελληνικές μετοχές παραμένουν φανερά υποτιμημένες σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους της όρους, αλλά και σε σύγκριση με τις ομοειδείς αγορές. Ενδεικτικά, με την πρόβλεψη για το φετινό ΑΕΠ, ο δείκτης είναι χαμηλότερος από 30%, ενώ π.χ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος του 2015 ξεπερνούσε το 60% και, με την άνοδο που εμφανίζουν φέτος οι μετοχές, το ποσοστό αυτό θα έχει αυξηθεί σημαντικά.
Το μεγάλο ερώτημα
«Το καλό είναι ότι ο κίνδυνος της χώρας έχει μειωθεί σημαντικά και πως αρκετές δεκάδων εισηγμένων εταιρειών διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή διάρθρωση και καλές προοπτικές, οι οποίες θα βελτιωθούν περαιτέρω στον βαθμό που η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει ουσιαστικά», υποστηρίζει γνωστός χρηματιστής, και συμπληρώνει:
«Το πρόβλημα έγκειται στο πόσο γρήγορα θα έρθει η ανάπτυξη και στο πόσο έντονη αυτή θα είναι. Δυστυχώς, οι ξένοι διαπιστώνουν πως καθυστερούμε σημαντικά σε όλα τα μέτωπα. Οι ιδιωτικοποιήσεις εξελίσσονται με πολύ αργούς ρυθμούς, οι τράπεζες καθυστερούν σημαντικά στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (ούτε καν οι πλειστηριασμοί δεν μπορούν να ξεκινήσουν) και μεγάλα επενδυτικά projects όπως αυτό του Ελληνικού εξακολουθούν να είναι μπλεγμένα στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Παράγοντας κλειδί για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο ταμπλό, αποτελούν οι εξελίξεις στα παραπάνω μέτωπα και φυσικά οι συζητήσεις για τη διευθέτηση του δημοσίου χρέους κάπου μέσα στην άνοιξη του 2018».
Αν όλα αυτά αναφέρονται για τις μη τραπεζικές μετοχές, οι τραπεζικοί τίτλοι θα επηρεαστούν μέσα στους επόμενους μήνες από τις ειδήσεις που θα αναφέρονται στην πιθανότητα του να υποχρεωθούν σε ακόμη μία ανακεφαλαιοποίηση, εξέλιξη που ήδη το ταμπλό σε σημαντικό βαθμό έχει προεξοφλήσει.
Η μεγάλη εικόνα
Το έτερο ενδιαφέρον στοιχείο για την αγορά είναι η πορεία της εγχώριας οικονομίας τόσο για φέτος όσο και για το 2018, αφού σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, οι προσδοκίες για φέτος μειώνονται περαιτέρω από το 1,8% στο 1,6%. Αυτό το ποσοστό αναφέρει και η Κομισιόν στην τελευταία έκθεσή της.
Αναφορικά, όμως, με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, το υπουργείο Οικονομικών παραμένει αισιόδοξο για φέτος, αλλά και για το 2018 και εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,4% του ΑΕΠ και το επόμενο έτος στο 4% του ΑΕΠ έναντι στόχου για 3,5% του ΑΕΠ.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή, οι εκτιμήσεις όλων των οργανισμών που προχωρούν σε δημοσιοποίηση των εκτιμήσεών τους για την εγχώρια οικονομία κινούνται χαμηλότερα από το επίσημο 1,6% της Κομισιόν ή του 1,8% του Υπουργείου Οικονομικών για φέτος και του 2,4% για το 2018, πλην του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD). Το μεν Ταμείο για το 2017 συμφωνεί με την επίσημη πρόβλεψη του 2017, αλλά για το 2018 βλέπει 2,6%, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), βλέπει ανάπτυξη 2% για το 2017 και 2,2% το 2018.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το 2017 η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,7% αντί της προηγούμενης πρόβλεψής της, στην έκθεση του διοικητή, για 1,6%, αλλά το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του τοποθετεί την ανάπτυξη στη ζώνη του 1,3% για το τρέχον έτος και στην περιοχή του 2% για το 2018.
Οι ξένοι οικονομολόγοι είναι σαφώς πιο επιφυλακτικοί με τη Citigroup να διατηρεί τις εκτιμήσεις της για την περίοδο του 2017-2018 στα επίπεδα του 1%-1,5%, ενώ η HSBC επίσης κινείται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από τις επίσημες προβλέψεις, αφού φέτος εκτιμά 0,9% και 2% για το 2018.
Τη χειρότερη πρόβλεψη από τους εγχώριους οργανισμούς προβάλει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), αφού εκτιμάει ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ για το 2017 εκτιμάται στο 1%.
Τέλος, από την τριμηνιαία έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής για την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου σημειώνεται ότι η αναμενόμενη, έστω ασθενής, ανάκαμψη οφείλεται εν μέρει στην εντυπωσιακή άνοδο του ελληνικού τουρισμού και εν μέρει στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συμφωνία για το «συμπληρωματικό μνημόνιο». Οι προβλέψεις ωστόσο για το τελικό αποτέλεσμα το 2017 διαφέρουν. Ενδεικτικά, ο ΟΟΣΑ για το 2017 βλέπει άνοδο της τάξεως του 1,1%, η InDeep Analysis, think tank του ΕΚΠΑ στο 1,05% και οι DIW Berlin, ifo, ifW, IWH, rwi στο 0,9%.