«Χειρουργικές» αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα ζητούν οι θεσμοί, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων και να βελτιωθεί ο χρόνος εκποίησης ενεχύρων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση των εισπράξεων για τις τράπεζες.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, οι θεσμοί εμφανίζονται προβληματισμένοι από τις μέχρι τώρα επιδόσεις των τραπεζών στο μέτωπο της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων, θεωρώντας ότι υπάρχουν ακόμη μικρά αλλά σημαντικά εμπόδια που πρέπει να αρθούν.
Στο παραπάνω πλαίσιο θέτουν θέμα στοχευμένων τροποποιήσεων στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, που θα επιτρέψουν, αφενός, την ευκολότερη έξωση των παλαιών μετόχων, αφετέρου, την ταχύτερη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων.
Πρόκειται για δύο ζητήματα που πρέπει να αποτελέσουν, σύμφωνα με την αγορά, μαζί με τις αλλαγές στον νόμο Κατσέλη, τον πυρήνα του επόμενου κύματος μεταρρυθμίσεων για τα «κόκκινα» δάνεια, προκειμένου να διευκολύνουν τη λειτουργία αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς.
Μετά τις τελευταίες αλλαγές, που επήλθαν στον πτωχευτικό κώδικα, οι πιστωτές αφερέγγυας επιχείρησης έχουν τη δυνατότητα (σ.σ. εφόσον συγκεντρώνουν το 60% των απαιτήσεων και το 40% των εμπράγματων) να υποβάλουν ασφαλιστικά μέτρα ζητώντας τον διορισμό ειδικού εντολοδόχου, εφόσον οι μέτοχοι της εταιρείας αρνούνται καταχρηστικά να παραστούν σε γενική συνέλευση ή να υπερψηφίσουν τη συμφωνία εξυγίανσης.
Ο ειδικός εντολοδόχος μπορεί να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης ή ψήφου έναντι των μετόχων ή των εταίρων της επιχείρησης.
Πρόκειται για δύσχρηστη διαδικασία, σύμφωνα με την αγορά, που πρέπει να αντικατασταθεί από την αυτόματη κεφαλαιοποίηση δανείων σε περιπτώσεις εταιρειών με αρνητική καθαρή θέση, αποδεδειγμένα μη συνεργάσιμους μετόχους και δάνεια σε οριστική καθυστέρηση.
Αντίστοιχα, απαιτείται επιτάχυνση της διαδικασίας για την εκποίηση εξασφαλίσεων, καθώς σήμερα οι τράπεζες χρειάζονται, κατά μέσο όρο, πέντε χρόνια για να ρευστοποιήσουν ενέχυρα καταγγελμένων δανείων.
Τι αποκαλύπτει μελέτη της ΤτE
Όπως διαπιστώνει πρόσφατη ανάλυση της ΤτΕ, αν απαιτηθούν πέντε χρόνια για να εκποιηθούν/ρευστοποιηθούν οι εξασφαλίσεις εύλογης αξίας 21 δισ. που κατέχουν οι τράπεζες για καταγγελμένα δάνεια ύψους 48 δισ., οι τελευταίες θα εισπράξουν 11 δισ. ευρώ στο βασικό σενάριο και μόλις 6 δισ. στο ακραία δυσμενές σενάριο.
Αντίθετα, αν ο χρόνος συντμηθεί στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2ετία), στο βασικό σενάριο θα εισέπρατταν 14,8 δισ. και στο ακραία δυσμενές 12,6 δισ. ευρώ.
Η επίσπευση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης για την εκκαθάριση αφερέγγυων επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα συμβάλει, σύμφωνα με την ΤτΕ, στο να κλείσει το κενό της τιμής μεταξύ αγοραστών και πωλητών αναφορικά με τα υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία, δίνοντας βάθος στη ρηχή σήμερα δευτερογενή αγορά και ενισχύοντας τη διαφάνειά της.
Το παράδειγμα της Τσεχίας
Οδηγός, σύμφωνα με στελέχη εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να είναι η αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία. Για παράδειγμα, η Τσεχία, μειώνοντας τον χρόνο απονομής δικαιοσύνης στη 2ετία, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε οι τράπεζές της να ανακτούν 45 σεντς ανά 1 ευρώ απαίτησης το 2015 από 15 σεντς ανά 1 ευρώ απαίτησης το 2009.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η μόνη ταχεία επιλογή για τον προνομιούχο πιστωτή, που παρέχει το υφιστάμενο πλαίσιο, είναι το νομοθετικό διάταγμα του 1923, το οποίο επιτρέπει την εκποίηση των ενεχύρων σε μόλις 8 ημέρες, όταν για την εκποίηση «κοινών» ενεχύρων απαιτείται χρόνος περίπου επτά μηνών.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ρευστοποίησης ενεχύρων, με βάση το παραπάνω διάταγμα, είναι αυτή των σημάτων της Πήγασος Εκδοτική, που διενεργήθηκε σε χρόνο-ρεκόρ.
Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα από τα ενέχυρα που έχουν στα χέρια τους οι τράπεζες, είναι κοινά, καθώς μόλις την τελευταία διετία άρχισαν και πάλι να παίρνουν εξασφαλίσεις, με βάση το διάταγμα του 1923. Επιπρόσθετα, η διαδικασία της εκποίησης δεν είναι η πρόσφορη λύση για όλες τις περιπτώσεις υπερδανεισμένων επιχειρήσεων.