Ελαφρά κάτω του 1,5%, στη ζώνη του 1,3%, τοποθετεί τον πήχη της ανάπτυξης για το τρέχον έτος, στην τριμηνιαία έκθεσή του το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Πρόκειται για πρόβλεψη σημαντικά χαμηλότερη του 1,8% του περιγράφεται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, σημαντικότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ είναι αυτή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, λόγω του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος και της βελτίωσης της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Ωστόσο, επισημαίνει ότι για άλλο ένα έτος, αναιμική είναι η συμβολή των επενδύσεων κυρίως από μεταβολές στα αποθέματα και όχι στα πάγια.
«Όσο ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας. Είναι σημαντικό όχι μόνο πώς την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής», σημειώνει το ίδρυμα.
Σε ό,τι αφορά στο 2018, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα θα κινηθεί στην περιοχή του 2%, ενδεχομένως και ελαφρά μεγαλύτερη.
Βασικός ωθητικός παράγοντας αναμένεται να είναι η διεύρυνση των εξαγωγών (+7%), ενώ έπονται σε συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ οι επενδύσεις (+12 έως 15%), η επιτάχυνση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό) και οι αποκρατικοποιήσεις.
Στα παραπάνω θα συμβάλει και η κατανάλωση των νοικοκυριών, λόγω της κάμψης της ανεργίας και των λιγότερων νέων δημοσιονομικών μέτρων.
Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ Ν. Βέττα, η οικονομία έχει δυναμική ανάπτυξης που αναμένεται να ενισχυθεί στο επόμενο έτος, ωστόσο αν εξέλθει από την κρίση και τα προγράμματα προσαρμογής χωρίς να υλοποιηθούν οι ουσιώδεις αλλαγές που εκκρεμούν η ανάκαμψη θα είναι βραχύβια και εύθραυστη. Στην καλύτερη περίπτωση η οικονομία θα βρεθεί στο ίδιο σημείο από πλευράς ανταγωνιστικότητας που υπήρχε πριν την κρίση, αλλά πλέον χωρίς πρόσβαση σε άμεση χρηματοδότηση.
Ειδικά αναφορά, τέλος, κάνει το ΙΟΒΕ στο θέμα της υπέρμετρης φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης για όσους πληρώνουν κανονικά τις υποχρεώσεις τους: «Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να εξέλθει από τη βαθιά κρίση χωρίς να καταπολεμηθούν βασικές παθογένειες. Η ασύμμετρη, περισσότερο επιβαρυντική, μεταχείριση όσων ακολουθούν τους κανόνες, σε σχέση με τους υπόλοιπους, ήταν διαχρονικά κύριος παράγοντας για τη συνολικά χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Φορολογικά όσο και ασφαλιστικά, εφαρμόζεται ένα σύστημα που επιβαρύνει υπέρμετρα όσους συμβάλλουν στην οικονομική δραστηριότητα και ταυτόχρονα είναι περίπλοκο και ευμετάβλητο, ώστε λειτουργεί και ως εμπόδιο εισόδου».