Απίθανο θεωρεί το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ - ΓΣΕΕ) το ενδεχόμενο “σταθερής και διατηρήσιμης ανάπτυξης” της ελληνικής οικονομίας στο άμεσο μέλλον, καθώς η αισιοδοξία που εκφράζεται περί ανάκαμψης, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Γιώργος Αργείτης δεν στοιχειοθετείται από τους μακροοικονομικούς και παραγωγικούς δείκτες αλλά στηρίζεται σε” αυταπάτες, εκτιμήσεις ή ακόμη και ψευδαισθήσεις”.
Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με την έκθεση, η πραγματική ανεργία το β’ τρίμηνο του 2017 υπολογίζεται στο 28,7%, καθώς θα πρέπει να συνεκτιμηθούν στους ανέργους, οι υποαπασχολούμενοι αλλά και όσοι παραμένουν εκτός αγοράς και δηλώνουν απογοητευμένοι ότι δεν αναζητούν εργασία, ενώ το ποσοστό θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο νούμερο, στις αρχές της δεκαετίας του 2030.
Αλλά και τα στοιχεία για το ΑΕΠ της χώρας δείχνουν ότι το 2009 ήταν 239,1 δισ. ευρώ, το 2013 υποχώρησε στα 184,2 δισ. ευρώ, τρία χρόνια μετά, το 2016 δεν ξεπέρασε τα 184,4 δισ. ευρώ και η εκτίμηση που υπάρχει για το 2017 είναι ότι το ΑΕΠ θα βελτιωθεί μόλις κατά μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια.
Οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί ο στόχος για ανάπτυξη 1,8% το 2017, καθώς για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει το β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η ανάπτυξη να φτάσει αθροιστικά, στο 6%, εκτιμώντας στην ουσία ότι εντός του 2018 θα υπάρξουν νέα μέτρα.
Αναλύοντας τα επιμέρους στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, φαίνεται πως ενώ η κατανάλωση έχει υποχωρήσει κατά 24% συγκριτικά με τα επίπεδα του 2008 και για να βελτιωθεί θα πρέπει να υπάρξει ένα “σοκ στην απασχόληση ή στα εισοδήματα”. Κάτι που εκ των πραγμάτων δεν θεωρείται πιθανό, καθώς υπάρχουν ψηφισμένα δύο “αρνητικά σοκ”, ένα το 2019 με τη μείωση των συντάξεων και άλλο ένα το 2020 με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Την ίδια στιγμή, το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών είναι αισθητά μικρότερο, οι Έλληνες ή δανείζονται ή “τρώνε από τα έτοιμα, δηλαδή από την αποταμίευση”, με αποτέλεσμα όπως προκύπτει από την έκθεση, το διάστημα Ιανουάριος - Σεπτέμβριος του 2016, η αποταμίευση των νοικοκυριών να μειωθεί αθροιστικά, κατά 4,5 δισ. ευρώ.
Στον τομέα των επενδύσεων, οι αναλυτές βλέπουν μεν σταθεροποίηση, όμως για να φτάσουν στα προ κρίσης επίπεδα, πρέπει ο μέσος ρυθμός των επενδύσεων του 2016 να συνεχιστεί αμείωτος έως το 2033.
Ακόμα και στο επίπεδο των καθαρών εξαγωγών, το ΙΝΕ εκτιμά πως το γεγονός ότι αποτελούν πια το 30% του ΑΕΠ δεν αντανακλά την πραγματική εικόνα, ακριβώς επειδή το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει σημαντικά. Σε απόλυτους αριθμούς, οι εξαγωγές από 47,6 δισ. ευρώ που ήταν το 2008, έχουν ανέλθει στα 56 δισ. ευρώ το 2016, άρα αυξήθηκαν κατά περίπου 8,3 δισ. ευρώ. Αν συνυπολογιστεί ότι οι προγραμματισμένες μειώσεις, θα επιφέρουν απώλειες ύψους 5 δισ. ευρώ στην κατανάλωση, γίνεται αντιληπτό πόσο περιορισμένη είναι η επίδραση των καθαρών εξαγωγών στην ελληνική οικονομία.
Για να υπάρξει λοιπόν, σταθερή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, θα πρέπει σύμφωνα. με το ΙΝΕ μέσα στους επόμενους μήνες, να υπάρξει κάποιο “επενδυτικό σοκ”. Συνεπώς, η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από τις ξένες επενδύσεις, μέγεθος που κρύβει μεγάλο ρίσκο.
Αναφορικά με την πορεία της αγοράς εργασίας, η έκθεση διαπιστώνει κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, αφού στις νέες προσλήψεις έφτασαν στα επίπεδα του 60% το επτάμηνο του 2017 (μερική απασχόληση 47,86% και εκ περιτροπής εργασία 13,81%). Συνέπεια αυτής της πορείας της ελληνικής οικονομίας είναι ο μέσος μισθός της μερικής να έχει υποχωρήσει στα 397,67 ευρώ. Συνολικά, από το 2009 έως και το 2016 η έκθεση διαπιστώνει μέση μείωση μισθών της τάξης του 18,1% από το 2009 έως το 2016.