Καλύτερο συντονισμό, ρεαλισμό και ταχύτερες αποφάσεις από τις πιστώτριες τράπεζες ζητούν αυτή την περίοδο επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ζητήματα ρευστότητας, πιστεύοντας πως οι παρατηρούμενες καθυστερήσεις λειτουργούν σε βάρος όλων των εμπλεκόμενων πλευρών.
«Διαβάζουμε καθημερινά στον Τύπο για το πόσο επείγουσα υπόθεση είναι η διευθέτηση των κόκκινων δανείων, πλην όμως διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα συνεχίζουν να εξελίσσονται με αργούς ρυθμούς», δηλώνει στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας, συμπληρώνοντας: «Συζητούμε με τις τράπεζες εδώ και χρόνια. Ο πρώτος υποψήφιος στρατηγικός επενδυτής που φέραμε προ ετών έφυγε άπρακτος, γιατί βαρέθηκε να περιμένει. Και ο δεύτερος συζητά εδώ και πάνω από έξι μήνες, χωρίς να υπάρχει κάποιο σαφές χρονοδιάγραμμα για το αν και πότε τελικά θα του δοθεί οριστική απάντηση».
Γενικότερα, δεν είναι λίγοι οι παράγοντες της αγοράς που διαπιστώνουν ασυνεννοησία μεταξύ των τραπεζών.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι δύο πιστώτριες τράπεζες μπορεί να έχουν προχωρήσει σε ικανοποιητικές ρυθμίσεις χρεών σε μια συγκεκριμένη εταιρεία και οι άλλες δύο να καθυστερούν να πράξουν αναλόγως για ένα ή και για δύο χρόνια.
Σε άλλες περιπτώσεις, την ώρα που η μία τράπεζα συζητά για τη ρύθμιση των χρεών της επιχείρησης, μια άλλη παρεμβαίνει δικαστικά εναντίον της ίδιας εταιρείας, ζητώντας διαταγή πληρωμής και μπλοκάροντας τα έσοδά της.
Συχνότερα, περνούν μήνες και χρόνια χωρίς οι εκπρόσωποι των τραπεζών να έχουν συμφωνήσει το ποια στάση τελικά θα κρατήσουν, παρά τα business plans που στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έχουν εκπονηθεί και υποβληθεί.
Τέτοιες εξελίξεις οξύνουν τα προβλήματα των εταιρειών και αδυνατίζουν τις άμυνες που διαθέτουν απέναντι στην κρίση. «Μας λένε ότι χρωστάμε πολλά λεφτά στις τράπεζες, ωστόσο το 30% με 40% αυτών είναι τόκοι που μας χρέωσαν κατά την τελευταία πενταετία, επειδή ακριβώς καθυστέρησαν οι διαδικασίες της αναδιάρθρωσης. Αν τώρα συνεχιστούν οι καθυστερήσεις για κάποιο ακόμη χρονικό διάστημα, τότε η εταιρεία θα διακόψει τη λειτουργία της και οι πιστωτές δεν θα εισπράξουν τίποτε» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Υψηλόβαθμο στέλεχος άλλης εισηγμένης εταιρείας δηλώνει πως «οι τράπεζες έχουν κατά τα τελευταία χρόνια επιλέξει να μη στηρίζουν επαρκώς τις επιχειρήσεις που δουλεύουν με το δημόσιο. Από την πλευρά τους έχουν κάποιο δίκιο, γιατί βλέπουν το ελληνικό δημόσιο να εξακολουθεί να οφείλει δισεκατομμύρια ευρώ στην αγορά, όπως επίσης και το κράτος να αποφασίζει μονομερή κουρέματα εναντίον των ιδιωτών προμηθευτών κατά το δοκούν. Βλέπε για παράδειγμα το κούρεμα των κρατικών ομολόγων που είχαν δοθεί υποχρεωτικά στις επιχειρήσεις οι οποίες προμήθευαν τα νοσοκομεία, ή ακόμη το rebate και το clawback που επιβάλλεται κατά τα τελευταία χρόνια σε κλινικές και διαγνωστικά κέντρα. Η ουσία όμως είναι ότι πολλές εταιρείες που λόγω του αντικειμένου τους έχουν ως πελάτη το δημόσιο, βάλλονται πανταχόθεν, του τραπεζικού συστήματος μη εξαιρουμένου».
Άλλο γνωστό στέλεχος της αγοράς επισημαίνει πως «ακόμη και σήμερα, οι τράπεζες διστάζουν να αποδεχτούν τη σκληρή πραγματικότητα και να προχωρήσουν στα απαιτούμενα κουρέματα. Έτσι, όταν πέφτουν στο τραπέζι προτάσεις επενδυτών, συχνά καθυστερούν, με στελέχη τους να προσπαθούν να… καλύψουν τις πλάτες τους από πιθανές νομικές περιπέτειες. Δυστυχώς, το κλίμα της σκανδαλολογίας που έχει αναπτυχθεί κατά τα τελευταία χρόνια, έχει βλάψει πολύ την προώθηση των υποθέσεων. Άκουσα ότι οι τράπεζες καθυστερούν να αποφασίσουν ακόμη και στις περιπτώσεις εταιρειών των οποίων οι ίδιες έχουν αναλάβει τον μετοχικό έλεγχο».
Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί...
Από την άλλη πλευρά, κύκλοι προσκείμενοι στις τράπεζες υποστηρίζουν πως οι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι επιβάλλεται να είναι πολύ προσεκτικοί στις αποφάσεις τους.
Και αυτό γιατί από τη μία πλευρά, δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να δημιουργήσουν θέμα «ηθικού κινδύνου», παρακινώντας έτσι και άλλους επιχειρηματίες να μην πληρώνουν τα δάνειά τους.
Και από την άλλη πλευρά, τα κουρέματα δεν μπορεί να είναι τόσο μεγάλα, έτσι ώστε να προκαλέσουν προβλήματα στους ισολογισμούς των τραπεζών και να δημιουργήσουν αθέμιτο ανταγωνισμό στην αγορά.
Τέλος, θα πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επιστροφής στην «καθαρή» πλέον εταιρεία του ίδιου ιδιοκτήτη δια της «πλαγίας οδού» και αφού θα του έχουν ήδη χαριστεί δάνεια πολλών εκατομμυρίων.