Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα στη γενικότερη τάση που επικράτησε τα τελευταία χρόνια μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ να μειώνουν τη φορολογική επιβάρυνση επιχειρήσεων και ιδιωτών, με σκοπό την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας.
Oπως επισημαίνει η Καθημερινή, επικαλούμενη σχετική έκθεση που έδωσε χθες στη δημοσιότητα ο διεθνής οργανισμός, σε αντίθεση με την πλειονότητα των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς αυξάνει τους φόρους και τις εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία επειδή θέτει σε προτεραιότητα την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας είναι η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητάς της.
Μετά την αρχική φάση της παγκόσμιας κρίσης, οπότε επικράτησε η τάση για αύξηση της φορολογίας και μείωση των δαπανών με σκοπό την τόνωση των εσόδων, οι περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ στράφηκαν σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στην ανάπτυξη. Οι πλέον εκτεταμένες φορολογικές μεταρρυθμίσεις έγιναν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με προεξάρχουσες την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία. Ολες, όμως, πλην της Ελλάδας, προχώρησαν σε μειώσεις φόρων τόσο στην εργασία όσο και στα κέρδη των επιχειρήσεων.
Σημειωτέον ότι τη διετία 2014-2015, οι 25 από τις 32 χώρες για τις οποίες υπάρχουν φορολογικά στοιχεία κατέγραψαν αύξηση του ποσοστού των φόρων ως προς το ΑΕΠ, καθώς οι φόροι αυξάνονταν με ταχύτερο ρυθμό από το ΑΕΠ. Στη σχετική έκθεσή του ο ΟΟΣΑ αναφέρει την Ελλάδα ως ειδική περίπτωση και ως προς αυτή την παράμετρο, καθώς η ελληνική οικονομία ήταν σε ύφεση.
Σε ό,τι αφορά στον ανταγωνισμό της φορολογίας επιχειρήσεων, οκτώ χώρες μείωσαν τους συντελεστές της φορολογίας τους μέσα στο 2017, με μέση μείωση κατά 2,7%. Ακραία περίπτωση η Ουγγαρία, που μείωσε την εταιρική φορολογία στο 9%.
Η Ιαπωνία, που το 2008 είχε συντελεστή εταιρικής φορολογίας 39,5%, μέσα στα τελευταία οκτώ χρόνια τον μείωσε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Σε ανάλογη μείωση της εταιρικής φορολογίας προχώρησε η Βρετανία, από το 28% στο οποίο ανερχόταν η εταιρική φορολογία το 2008 στο 20% το περασμένο έτος. Φινλανδία, Ισπανία, Σλοβενία και Σουηδία μείωσαν τους εταιρικούς φόρους από 5 έως 6 ποσοστιαίες μονάδες. Στον αντίποδα είναι η Ελλάδα, που μαζί με τη Χιλή και την Πορτογαλία έχουν σήμερα υψηλότερους εταιρικούς φόρους σε σύγκριση με το 2008.
Σε πολλές χώρες προσφέρθηκαν φοροαπαλλαγές ή και μειώσεις των συντελεστών φόρου εισοδήματος, ιδιαιτέρως για τα χαμηλά εισοδήματα. Στη διετία 2015-2016, σε Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία και Ουγγαρία μειώθηκαν τόσο οι φόροι εισοδήματος όσο και οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία. Στον αντίποδα αυτής της επιλογής, η Ελλάδα, που στη διάρκεια του 2016 προχώρησε σε αύξηση τόσο των φορολογικών συντελεστών όσο και των ασφαλιστικών εισφορών, με αποτέλεσμα μια αύξηση κατά 1,5% της συνολικής επιβάρυνσης στους χαμηλόμισθους. Στοχεύοντας στην αύξηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, το 2016 το Βέλγιο, η Εσθονία, η Ισλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ελβετία μείωσαν τις εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία όπως και τις εισφορές των εργαζομένων και των αυτοαπασχολουμένων. Η Ελλάδα, αντιθέτως, και η Ισπανία είτε αύξησαν τις εισφορές είτε διεύρυναν τη βάση των εισφορών, όπως, άλλωστε, και το 2017.
Παρά τις μειώσεις εσόδων που συνεπάγονται αυτές οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις, πολλές χώρες εξισορροπούν εν μέρει το κενό με αυξήσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, στον ΦΠΑ, στους φόρους ακίνητης περιουσίας αλλά και στους φόρους που σχετίζονται με τη μόλυνση του περιβάλλοντος, καθώς δεν έχουν συνήθως ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομία. Κι ενώ πολλές χώρες απέφυγαν να αυξήσουν τον ΦΠΑ για να τονώσουν την κατανάλωση και επέλεξαν να υπερκαλύψουν επεκτείνοντας την εφαρμογή του στον ψηφιακό τομέα, το 2016 η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που αύξησε τον ΦΠΑ.