Δύο τροπολογίες με θετικές διατάξεις για τους εργαζόμενους κατέθεσε την Παρασκευή στη Βουλή ομάδα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτές θεσμοθετείται το δικαίωμα του εργαζόμενου για παράσταση πολιτικής αγωγής σε δίκες που αφορούν τη μη καταβολή δεδουλευμένων, ενώ προβλέπεται πως η επίσχεση εργασίας δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζόμενου από την εργασία του.
Πρόκειται για δύο τροπολογίες που δεν αποκλείεται να γίνουν τελικά αποδεκτές από το υπουργείο Εργασίας καθώς είναι απόλυτα συμβατές με το πνεύμα των υπόλοιπων διατάξεων, που είναι προστατευτικές για τα δικαιώματα των εργαζόμενων.
Αναλυτικά, η πρώτη τροπολογία αφορά στη δυνατότητα εκπροσώπησης των εργαζόμενων στα δικαστήρια. Σε περίπτωση μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών ή μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, οι εργαζόμενοι δεν νομιμοποιούνται μέχρι σήμερα να παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες στις σχετικές ποινικές δίκες κατά των εργοδοτών.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση καθιερώνεται το δικαίωμα δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα από τους όρους του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας, σε εργαζόμενους στους οποίους οφείλονται δεδουλευμένοι μισθοί καθώς και η προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εισηγητική έκθεση της τροπολογίας, η ρύθμιση αυτή αφορά σε εργαζόμενους οι οποίοι είναι οι ουσιαστικά αδικηθέντες από την παράνομη και ποινικά κολάσιμη πράξη του εργοδότη και οι οποίοι μπορούν, με την παράστασή τους στη δίκη, να συμβάλουν σημαντικά στη διάγνωση της υπόθεσης και στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.
Συγκεκριμένα, η τροπολογία ορίζει:
Στις υποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 (Α΄ 292), οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας. Το ίδιο δικαίωμα έχουν οι εργαζόμενοι και στις υποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 3996/2011 (Α' 170), όταν ο εργοδότης παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Στις παραπάνω περιπτώσεις, έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.
Η δεύτερη τροπολογία ορίζει πως η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης του εργαζόμενου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζόμενου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν.
Σήμερα, όταν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού), δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Ωστόσο, αναφέρει η εισηγητική έκθεση της τροπολογίας αυτής, διαπιστώνεται ολοένα και εντονότερα η τάση αμφισβήτησης της νομιμότητας άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις έχει οδηγήσει στην κρίση ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης δεν είναι απλώς καταχρηστική αλλά συνιστά σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας, εκλαμβάνεται δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του εργαζόμενου καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς συνέπειες που αυτή συνεπάγεται, όπως λ.χ. η μη καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Η τάση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να επιρρίπτονται σε βάρος των απλήρωτων εργαζόμενων οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι που ανέκαθεν ανήκαν στη σφαίρα ευθύνης των εργοδοτών και να περιορίζονται σημαντικά τα δικαιώματα των εργαζόμενων.
Με την προτεινόμενη διάταξη θεσπίζεται ρητά ο κανόνας ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης του εργαζόμενου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζόμενου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν. Εξασφαλίζεται, έτσι, αναφέρει η έκθεση, ένα minimum προστασίας για τους εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά των εργοδοτών για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών.
Αναλυτικά, η τροπολογία ορίζει:
Μετά το άρθρο 656 του Αστικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο ως εξής:
Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την καταβολή του μισθού, η δήλωση του εργαζόμενου ότι απέχει από την εργασία του, κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί από τον εργοδότη ως οικειοθελής αποχώρηση του εργαζόμενου από την εργασία του ή ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας από αυτόν. Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται την υπερημερία του εργοδότη για το διάστημα της επίσχεσης και ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την καταβολή μισθού για το διάστημα αυτό.
Στην ανωτέρω περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.
Να σημειωθεί ότι πρόσφατα απόφαση του Αρείου Πάγου προβλέπει ότι σε περιπτώσεις μεγάλης σε διάρκεια επίσχεσης εργασίας του εργαζόμενου, «το δικαστήριο μπορεί να κρίνει αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζόμενου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις».
Η τροπολογία έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρόσφατη απόφαση και μένει να φανεί αν το υπουργείο Εργασίας την κάνει αποδεκτή, ανατρέποντάς την στην πράξη.