Τράπεζες: «Φέσι» 7 δισ. από την… αργή Δικαιοσύνη

Πώς η καθυστέρηση στην εκδίκαση πτωχεύσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών αυξάνει τη ζημία για τις τράπεζες. Στα 48 δισ. τα καταγγελμένα δάνεια. Κρίσιμο να ρευστοποιηθούν γρήγορα οι εξασφαλίσεις 21 δισ. που έχουν οι τράπεζες.

Τράπεζες: «Φέσι» 7 δισ. από την… αργή Δικαιοσύνη

Περίπου 7 δισ. ευρώ, με τα σημερινά δεδομένα, ενδέχεται να κοστίσει στις τράπεζες η χρονοβόρος δικαστική διαδικασία για τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων δανείων που έχουν ήδη καταγγελθεί, με αποτέλεσμα η επίσπευση του χρόνου εκδίκασης να καθίσταται προτεραιότητα για το επόμενο κύμα μεταρρυθμίσεων.

Σύμφωνα με ανάλυση, που περιλαμβάνει η επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, αν οι τράπεζες χρειαστούν, κατά μέσο όρο, πέντε χρόνια (αποτελεί, σύμφωνα με την ανάλυση, ρεαλιστική παραδοχή, με τα υφιστάμενα δεδομένα) για να ρευστοποιήσουν το σύνολο των εξασφαλίσεων που έχουν λάβει για καταγγελμένα δάνεια, θα γράψουν ζημία της τάξης των 13 δισ. ευρώ.

Αντίθετα, αν ο μέσος χρόνος ρευστοποίησης μειωθεί στα δύο έτη, η ζημία υπολογίζεται ότι θα μειωθεί στα 6 δισ. ευρώ. Ο χρόνος ρευστοποίησης είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων εκκαθάρισης αφερέγγυων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα χρειάζονται περίπου 3,5 χρόνια για να εκκαθαρισθεί δικαστικά ένα μη εξυπηρετούμενο δάνειο, το οποίο έχει καταγγελθεί, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός χρόνος είναι τα 2 έτη.

Αν μάλιστα προσμετρηθεί ότι υπάρχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 15,3 δισ. ευρώ, τα οποία βρίσκονται σε καθεστώς νομικής προστασίας (σ.σ. τα περισσότερα λόγω αίτησης ένταξης στο νόμο Κατσέλη), ο μέσος χρόνος εκδίκασης στην Ελλάδα φθάνει στην 5ετία, που υιοθετεί ως ρεαλιστική παραδοχή η ανάλυση.

Τα καταγγελμένα δάνεια στο τέλος του 2016 ανέρχονταν σε 48 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 45% των «κόκκινων» δανείων (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα 106,3 δισ. ευρώ). Αποτελούν, επομένως, ένα ιδιαίτερα κρίσιμο παράγοντα για το πώς οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ισχυρή, σήμερα, κεφαλαιακή τους επάρκεια.

Για τα παραπάνω δάνεια, οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις 29 δισ. ευρώ, ενώ έχουν στα χέρια τους εξασφαλίσεις εύλογης αξίας 21 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016. Το συντριπτικό μέρος των εξασφαλίσεων αφορούν σε ακίνητα (σ.σ. άνω του 85%), οικιστικά και επαγγελματικά.

Θεωρητικά, δηλαδή, οι τράπεζες είναι υπερκαλυμμένες καθώς ο δείκτης συνολικής κάλυψης (προβλέψεις + εξασφαλίσεις) ανέρχεται στο 104,7% της ονομαστικής αξίας των καταγγελμένων δανείων (50 δισ. καλύψεις για καταγγελμένα δάνεια 48 δισ. ευρώ).

Δεδομένου, όμως, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί στην καταγγελία τους, η ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων συναρτάται σε απόλυτο βαθμό από τη διάρκεια που θα απαιτηθεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της αντιδικίας. Βασική παραδοχή της ανάλυσης είναι ότι η αξία των υπό εξέταση εξασφαλίσεων απομειώνεται όσο αυξάνεται ο χρόνος ρευστοποίησης και ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης των επενδυτών.

Ζημίες ως 15 δισ. ευρώ, αν χρειαστεί πενταετία

Όπως διαπιστώνει η ανάλυση της ΤτΕ, αν απαιτηθούν πέντε χρόνια για να εκποιηθούν/ρευστοποιηθούν οι εξασφαλίσεις εύλογης αξίας 21 δισ., οι τράπεζες θα εισπράξουν 11 δισ. ευρώ στο βασικό σενάριο και μόλις 6 δισ. στο ακραία δυσμενές σενάριο. Αντίθετα, αν ο χρόνος συντμηθεί στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2ετία), στο βασικό σενάριο θα εισέπρατταν 14,8 δισ. και στο ακραία δυσμενές 12,6 δισ. ευρώ.

Επομένως, η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά περίπου 7 δισ. ευρώ, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πιο ενεργητική διαχείρισή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς.

Η επίσπευση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης για την εκκαθάριση αφερέγγυων επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα συμβάλει, σύμφωνα με την TτΕ, στο να κλείσει το κενό της τιμής μεταξύ αγοραστών και πωλητών (price gap αναφορικά με τα υποθηκευμένα περιουσιακά στοιχεία), δίνοντας βάθος στη ρηχή σήμερα δευτερογενή αγορά και ενισχύοντας τη διαφάνειά της.

Για τους παραπάνω λόγους, η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει ως προτεραιότητα για το επόμενο κύμα των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων την ανάληψη στοχευμένων δράσεων για την επίσπευση της εκδίκασης και επίλυσης των εκκρεμών υποθέσεων.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v