Η συμφωνία που πέτυχε η Ελλάδα με τους πιστωτές στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου περιλαμβάνει θετικά σημεία, αλλά βασίζεται σε δημοσιονομικές υποθέσεις που δεν είναι ρεαλιστικές, υποστηρίζει μελέτη του Ινστιτούτο Peterson.
Σύμφωνε με τη μελέτη που υπογράφει ο Ζερονίμ Ζελτεμάγιερ, για πρώτη φορά, η απόφαση του Eurogroup περιλαμβάνει μια σαφή δέσμευση για ελάφρυνση χρέους. Δεύτερον, επιβεβαιώνει ότι το Eurogroup θα αποδεχθεί αναβολή πληρωμής τόκων. Τρίτον, παρουσιάζει συγκεκριμένες δημοσιονομικές εκτιμήσεις όχι μόνο για τα επόμενα πέντε χρόνια, αλλά ως το 2060.
Τα δύο πρώτα σημεία είναι θετικά, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με το τρίτο.
Όπως υπενθυμίζει ο κ. Ζελτεμάγιερ, στην ανακοίνωση της 25ης Μαίου του περασμένου έτους το Eurogroup «ανέμενε» να εφαρμόσει μια σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, μεταξύ των οποίων και επιμηκύνσεις ωριμάνσεων και αναβολές πληρωμής τόκων «αν μια επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας το χρέους (DSA) από τους θεσμούς στο τέλος του προγράμματος έδειχνε ότι είναι αναγκαίες». Η ανακοίνωση του Eurogroup της περασμένης Πέμπτης περιλαμβάνει μια παρόμοια πρόταση: «Στο τέλος του προγράμματος, υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς εφαρμογής του και στο βαθμό που είναι αναγκαίο, αυτή η δεύτερη δέσμη μέτρων θα εφαρμοστεί».
Αλλά σύμφωνα με τον κ. Ζελτεμάγιερ, το πλαίσιο τώρα είναι εντελώς διαφορετικό. Την περασμένη χρονιά υπήρχαν σημαντικές διαφωνίες ανάμεσα στη Γερμανία, την Κομισιόν, το ΔΝΤ και την Ελλάδα για το ποια πρέπει να είναι τα μελλοντικά δημοσιονομικά πλεονάσματα που μπορεί να επιτύχει η Ελλάδα. Οι Γερμανοί και ενδεχομένως η Κομισιόν βασίζονταν σε υποθέσεις με βάση τις οποίες δεν θα ήταν αναγκαία μια ελάφρυνση χρέους.
Αυτή τη φορά ωστόσο, η ανακοίνωση του Eurogroup παρουσιάζει ένα δημοσιονομικό μονοπάτι ως το 2060.Με βάση αυτό το μονοπάτι, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) της Ελλάδας θα εκτιναχτούν αν δεν γίνει μια ελάφρυνση χρέους.
Αν και υπάρχουν διαφωνίες για το πόση ελάφρυνση χρέους θα χρειαστεί η Ελλάδα, ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου τονίζει πως δεν αμφισβητείται το ότι θα χρειαστεί ελάφρυνση, κάτι που φαίνεται και από άλλα σημεία του ανακοινωθέντος.
Όπως υποστηρίζει ο κ. Ζελτεμάγιερ, με βάση το δημοσιονομικό μονοπάτι το οποίο συμφωνήθηκε την Πέμπτη, οι επιμηκύνσεις των ωριμάνσεων και οι αναβολές πληρωμής τόκων που προβλέπονται από το ανακοινωθέν του Eurogroup θα είναι αρκετές για να καταστήσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο.
Ωστόσο το πρόβλημα είναι πως οι υποθέσεις στις οποίες βασίζεται το δημοσιονομικό μονοπάτι δεν είναι ρεαλιστικές.
Για την περίοδο μετά το 2022, το Eurogroup προβλέπει «μια δημοσιονομική τροχιά που θα ευθυγραμμίζεται με τις δεσμεύσεις της υπό το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, που θα επιτευχθεί με βάση την ανάλυση της Κομισιόν με ένα πρωτογενές πλεόνασμα ίσο ή μεγαλύτερο, αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ για την περίοδο 2023 ως 2060».
«Ουάου. Ένα πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2%, για κάθε χρόνο, για μια 40ετη περίοδο; Από όσο γνωρίζουμε, αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ, σε καμία χώρα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα» γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Όπως επισημαίνει, ορισμένες αναδυόμενες χώρες έχουν περάσει περιόδους 40 ετών με μέσο πλεόνασμα 2%, αλλά και αυτό είναι πολύ σπάνιο.
«Συνοψίζοντας, το ανακοινωθέν του Eurogroup της 15ης Ιουνίου είναι το πρώτο που αφήνει να φανεί μια συναίνεση της ευρωζώνης ότι μια σημαντική ελάφρυνση χρέους θα γίνει πραγματικά αν το τρέχον πρόγραμμα ολοκληρωθεί επιτυχώς – όπως φαίνεται πιθανό τώρα. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ και ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός» σημειώνει.
«Ωστόσο, λιγότερο καθησυχαστικές, είναι οι δημοσιονομικές υποθέσεις στις οποίες φαίνεται να έχουν συμφωνήσει τα μέρη. Αν και ένα πρωτογενές πλεόνασμα ως το 2022, μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα ιστορικά προηγούμενα, θα δυσχεράνει την τόνωση των δημόσιων επενδύσεων. Και η διατήρηση ενός πλεονάσματος πάνω από 2% για επιπλέον 37 χρόνια, όπως προβλέπεται τώρα, θα απαιτήσει άνευ προηγουμένου αντοχές» προειδοποιεί.