Στα 600 με 700 εκατ. ευρώ θα ανέλθει το ετήσιο κόστος αγοράς των δικαιωμάτων ρύπων μόνο για τις λιγνιτικές μονάδες το 2030, αν η συμμετοχή του συγκεκριμένου ορυκτού καυσίμου στο ενεργειακό μείγμα διαμορφωθεί στο 25% και 30% αντίστοιχα.
Την επισήμανση αυτή κάνει ο πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ Αναστάσιος Καλλιτσάντσης, ενόψει της εκπόνησης του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού που έχουν αναγγείλει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και η ΡΑΕ, αλλά και με αφορμή τις δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας, οι οποίες θέλουν τον λιγνίτη να συμμετέχει με ποσοστά 25 έως 30% στο μείγμα της παραγωγής ενέργειας.
Ο κ. Καλλιτσάντσης, μιλώντας στο συνέδριο της Hellenic Association for Energy Economics (ΗΑΕΕ), παρουσίασε την οικονομική διάσταση της κατά 25% με 30% παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, αντιπαραβάλλοντας, ταυτόχρονα, τα μεγέθη αυτά με το Σενάριο Αναφοράς της Ευρ. Επιτροπής για το ενεργειακό μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα έως το 2050.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το σενάριο της Κομισιόν που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Ιούλιο λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. για την επίτευξη των στόχων που αφορούν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τη διείσδυση των ΑΠΕ και τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Για το 2020, οι στόχοι αυτοί είναι 20%, 20% και 20% αντίστοιχα, και για το 2030, 40%, 27% και 27% αντίστοιχα.
Γιατί εκτοξεύεται το κόστος ρύπων
Σύμφωνα λοιπόν με τον πρόεδρο της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, ο οποίος επικαλείται τα στοιχεία του Σεναρίου Αναφοράς του περασμένου Ιουλίου της Ευρ. Επιτροπής, οι τιμές των δικαιωμάτων των ρύπων από το 2015 και μετά ακολουθούν συνεχώς ανοδική πορεία. Μάλιστα το 2030 θα κινούνται πάνω από τα 30 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα και το 2050 θα προσεγγίζουν τα 90 ευρώ.
Το ίδιο κείμενο, παρουσιάζει το ενεργειακό μείγμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2050. Η συμμετοχή του λιγνίτη το 2020 περιορίζεται περίπου στις 20.000 Γιγαβατώρες, το 2030 μειώνεται κατά το ήμισυ, 10.000 Γιγαβατώρες, ενώ το 2050 απουσιάζει. Το πετρέλαιο, το 2030 εξαλείφεται, αφού προβλέπεται η ηλεκτρική διασύνδεση των νησιών, ενώ το φυσικό αέριο σταδιακά περιορίζεται από το 2020 έως το 2030, διατηρώντας όμως σταθερή τη συμμετοχή του στο ενεργειακό μείγμα ανάμεσα στις 10.000 και 12.000 Γιγαβατώρες έως το 2050. Όσον αφορά τις ΑΠΕ, η συμμετοχή τους τριπλασιάζεται από το 2030 έως το 2050.
Ο κ. Καλλιτσάντσης παρατήρησε ότι το ενεργειακό μείγμα της χώρας είναι κοντά στις προβλέψεις της Ε.Ε. για το 2020 και προχώρησε με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν στις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει η συμμετοχή του λιγνίτη (κόστος αγοράς δικαιωμάτων ρύπων), με βάση τα ποσοστά που προβλέπουν οι Βρυξέλλες συγκριτικά με εκείνα που προσδοκά η πολιτική ηγεσία. Το Σενάριο Αναφοράς της Ευρ. Επιτροπής, που θέλει το 2030 μειωμένη κατά το ήμισυ τη συμμετοχή του λιγνίτη, το ετήσιο κόστος δικαιωμάτων αγοράς ρύπων μόνο για τις λιγνιτικές μονάδες υπολογίζεται σε 400 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, για το φυσικό αέριο δεν ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ.
Τι θα συμβεί, όμως, με τις προθέσεις της Ελλάδας να διατηρήσει τον λιγνίτη στο 25%; Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, «το ετήσιο κόστος μόνο για την αγορά δικαιωμάτων ρύπων των λιγνιτικών μονάδων ξεπερνά τα 600 εκατ. ευρώ». Κι αν το ποσοστό συμμετοχής ανέλθει στο 30%, ο ίδιος υπολογίζει: «Για 30% συμμετοχή του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα το 2030, το αντίστοιχο ετήσιο κόστος δικαιωμάτων εκτοξεύεται πάνω από τα 700 εκατ. ευρώ».
Πώς φτάσαμε στην ενεργειακή κρίση
Ο πρόεδρος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ -η εταιρεία συμμετέχει στην παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της Elpedison- μίλησε και για την πρόσφατη ενεργειακή κρίση του Δεκεμβρίου - Ιανουαρίου. Υπογράμμισε ότι «την ασφάλεια στον εφοδιασμό της ηλεκτρικής ενέργειας δίνουν κυρίως οι μονάδες φυσικού αερίου, ιδιωτικές και της ΔΕΗ (ΚΟ) - ΕΙΚΟΝΑ ΜΕΤΟΧΗΣ" href="http://www.euro2day.gr/QuotesDetail.aspx?q=85">ΔΕΗ». Κι εξήγησε πως «τις ώρες που σημειώνεται πάρα πολύ υψηλή ζήτηση, το 50% το καλύπτουν οι συγκεκριμένες μονάδες».
Άφησε δε, αιχμές για τον τρόπο συμμετοχής των λιγνιτικών μονάδων στον ΗΕΠ: «Παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ της δηλωθείσας διαθέσιμης ισχύος των λιγνιτικών μονάδων και της παραγωγής τους στον πραγματικό χρόνο», υποστηρίζοντας τις συνέπειες: «Αυτό βέβαια έχει πολύ σημαντική επίπτωση την ώρα της ενεργειακής κρίσης».
Κατά τον κ. Καλλιτσάντση, η ενεργειακή κρίση του περασμένου χειμώνα «ήταν πρόβλημα αγοράς και όχι καυσίμου και ενεργειακού μείγματος». Επικαλέστηκε για την άποψη αυτή το γεγονός πως «στην Ελλάδα τις ώρες της ενεργειακής κρίσης αντί να έχουμε εισαγωγές, βλέπαμε εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Κι αυτό επειδή δεν έχουμε κατορθώσει να έχουμε μία ολοκληρωμένη αγορά».
Ο ίδιος έφερε και παράδειγμα, λέγοντας πως «αν λειτουργούσε πραγματικά μία αγορά, τότε για λίγες ώρες θα διαμορφωνόταν μία υψηλή τιμή σε σχέση για παράδειγμα με την Ουγγαρία και θα είχαμε εξασφαλίσει την απαραίτητη ισχύ μέσω διασυνοριακού εμπορίου και με πολύ φθηνότερο κόστος απ' αυτό που τελικά σημειώθηκε».