Αν βάλουμε τα νούμερα, τα οποία «λατρεύει» το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο τραπέζι και υποθέσουμε ότι οι προβλέψεις του Ταμείου για την πορεία των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια βγουν αληθινές, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πρόσθετα μέτρα ακόμα και για το 2018 βρίσκονται προ των πυλών.
Το Ταμείο λέει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα είναι μόλις 2% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί με το Μνημόνιο για 3,5% του ΑΕΠ. Η διαφορά είναι τεράστια. Τουλάχιστον 2,7 δισ. ευρώ, διότι για να καλυφθεί η ποσοστιαία απόσταση, πάντα χρειάζεται κάτι παραπάνω από την καθαρή διαφορά επί του ΑΕΠ. Εφιάλτης. Πολιτικός και κοινωνικός.
Το κυβερνητικό σενάριο είναι διαφορετικό. Κατ' αρχάς, η κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν συμμερίζεται τις προβλέψεις του Ταμείου. Θεωρεί ότι το 3,5% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα, ο προϋπολογισμός του 2018 το έχει «στο τσεπάκι», στη βάση της εκτίναξης του περυσινού πλεονάσματος σε επίπεδα κοντά στο 3,5% του ΑΕΠ ήδη από το 2016.
Επιπλέον υπάρχουν ήδη ψηφισμένα μέτρα τα οποία δεν έχουν ακόμα ενεργοποιηθεί. Μεταξύ αυτών το τέλος διανυκτέρευσης σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και ξενοδοχεία. Επομένως, σε συνδυασμό με την επαναφορά της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης, το πλεόνασμα θα μεγαλώσει κι άλλο.
Ακόμα και εάν επιβεβαιώνονταν οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ όμως, όπως προκύπτει από τις χθεσινές διαρροές του Μεγάρου Μαξίμου, ζήτημα πρόσθετων μέτρων κατά την κυβέρνηση δεν υπάρχει. Υπάρχει ο κόφτης, ο οποίος ψηφίστηκε πέρυσι τον Μάιο και είναι πλέον ενεργός.
Βέβαια, ο κόφτης ισοδυναμεί με μέτρα. Οριζόντιες περικοπές δαπανών στον προϋπολογισμό, με ορισμένες εξαιρέσεις, οι οποίες ενεργοποιούνται αυτόματα την 1η Ιουνίου του επόμενου έτους από τη διαπίστωση της απόκλισης και αφού έχει προηγηθεί Προεδρικό Διάταγμα με βάση έκθεση του υπουργού Οικονομικών έως τις 31 Μαΐου.
Η παρουσία του κόφτη στην ελληνική πραγματικότητα επομένως είναι ικανή να αποκρούσει επί του παρόντος πιθανό αίτημα λήψης πρόσθετων μέτρων, όχι όμως και τα ίδια τα μέτρα, αν δεν βγουν τα νούμερα.
Το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν είναι ποιος έχει δίκιο. Τίνος οι προβλέψεις είναι οι σωστές.
Τα επιχειρήματα
Το Ταμείο στηρίζει τις εκτιμήσεις του στην παραδοχή -όπως προκύπτει και από σχετικές χθεσινές δηλώσεις του εκπροσώπου του, Β. Γκάσπαρ- ότι το πλεόνασμα 3,3% του ΑΕΠ του 2016 (η εκτίμηση τελεί υπό αναθεώρηση, με βάση τις ανακοινώσεις της Eurostat την Παρασκευή) σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες. Δεν υπάρχουν δηλαδή μόνιμα και επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά.
Διότι στην αντίθετη περίπτωση, θα ήταν παράλογο να έχει επιτευχθεί πλεόνασμα 3,3% του ΑΕΠ πέρυσι και με ρυθμό ανάπτυξης 2,2% φέτος (όπως προβλέπει το Ταμείο), το πλεόνασμα να υποχωρήσει στο 1,8% του ΑΕΠ το 2017, όπως επίσης προβλέπει το ΔΝΤ.
Εγχώριοι οικονομικοί αναλυτές συμμερίζονται σε ένα βαθμό τα προσωρινά χαρακτηριστικά του περυσινού υπερ-πλεονάσματος. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων, σε συνδυασμό με την πτώση των καταθέσεων και των χρημάτων στο στρώμα (όπως πιστοποιούν τα στοιχεία της ΤτΕ και της ΕΚΤ), οι κοστοβόρες για την πραγματική οικονομία καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (πιάνουμε Μάη και ακόμα διατυπώνονται προσδοκίες για «ολοκλήρωση το συντομότερο δυνατό»), ο κίνδυνος για ένα αρνητικό πρώτο τρίμηνο σε όρους ΑΕΠ, καθώς και η θεωρούμενη μη επαναλαμβανόμενη αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ πέρυσι στη βάση της αναγκαστικής αποκάλυψης μαύρου χρήματος λόγω capital controls, αναφέρονται μεταξύ των βασικότερων ανησυχητικών παραγόντων.
Οι πρώτες ενδείξεις άλλωστε από την εκτέλεση του προϋπολογισμού στο τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου χτύπησαν καμπανάκια.
Το υπουργείο Οικονομικών υποστήριξε ότι η «βουτιά» των εσόδων κατά 1 δισ. ευρώ οφείλεται στην καθυστέρηση εισπράξεων του τιμήματος παραχώρησης των περιφερειακών αεροδρομίων (τον Απρίλη αντί για τον Μάρτη). Η ανάλυση των στοιχείων για την πορεία των φορολογικών εσόδων τις επόμενες ημέρες θα είναι αυτή που θα δείξει πραγματικά αν ο περιορισμός του πλεονάσματος σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 800 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι (οριακά πάνω από τον στόχο όμως), έχει συγκυριακά χαρακτηριστικά.
Ο αντίλογος
Το ισχυρότερο κυβερνητικό επιχείρημα για την απόκρουση των εκτιμήσεων περί πρόσθετων μέτρων το έδωσε το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Είναι αλήθεια ότι το Ταμείο έπεσε εντελώς έξω στις εκτιμήσεις του για το περυσινό πρωτογενές αποτέλεσμα. Τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ήδη πηγές του υπουργείου Οικονομικών μιλούσαν για πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ το 2016, το ΔΝΤ έλεγε 0,1%! Στις αρχές του 2017, ανέβασε την εκτίμησή του στο 0,9% του ΑΕΠ. Χθες, δέχθηκε, αν και με αστερίσκο, ότι το πρωτογενές πέρυσι ήταν 3,3% του ΑΕΠ. Περιμένει τις ανακοινώσεις της Eurostat για την επικαιροποίηση των εκτιμήσεών του, αλλά όλες οι πληροφορίες επιμένουν ότι η κοινοτική στατιστική υπηρεσία θα σφραγίσει πλεόνασμα πάνω από 3%.
Αν λοιπόν το Ταμείο έκανε τόσο μεγάλο λάθος το 2016, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι έχει ξανακάνει (ενδεχομένως ηθελημένα, για να πιέσει πολλαπλάσια τους Ευρωπαίους για το χρέος) λάθος στους υπολογισμούς για τα χρόνια που έρχονται.
Σήμερα κανείς δεν μπορεί να ξέρει τίνος οι προβλέψεις είναι οι σωστές. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με ασφάλεια είναι πως εάν επιβεβαιωθεί το ΔΝΤ, τα πρόσθετα μέτρα είναι προ των πυλών.
Η απόκλιση ανάμεσα στο 2% του ΑΕΠ που προβλέπει το Ταμείο για το 2018 και του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ που απαιτούν οι Ευρωπαίοι μεταφράζεται σε 2,7 δισ. ευρώ. Καμία κυβέρνηση και κανένας Έλληνας δεν μπορεί να διανοηθεί το ενδεχόμενο να έρθει άμεσα ένα τέτοιο νέο πακέτο στις πλάτες μας.