Τέλος στο «χαρτομάνι» των αποδείξεων βάζει με απόφασή του ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής, με φόντο το νόμο για τη χρήση πλαστικού χρήματος και το χτίσιμο του αφορολόγητου.
Με την απόφαση ορίζεται ότι οι φορολογούμενοι οι οποίοι δικαιούνται το αφορολόγητο -μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες- δεν χρειάζεται πλέον να κρατάνε τις χάρτινες αποδείξεις προκειμένου να θωρακίσουν την έκπτωση φόρου, αλλά μπορούν να επικαλούνται τα μηνιαία statement των τραπεζών για τις χρεωστικές ή τις πιστωτικές τους κάρτες και τις λοιπές πληρωμές τους μέσω των τραπεζικών τους λογαριασμών.
Με την ίδια απόφαση άλλωστε ορίζεται ότι στην περίπτωση συζύγων με κοινό τραπεζικό λογαριασμό, όπου ο ένας φορολογούμενος δικαιούται αφορολόγητο (π.χ. μισθωτός) και ο έτερος δεν δικαιούται (π.χ. ελεύθερος επαγγελματίες), ο δικαιούχος αφορολόγητου μπορεί να χρησιμοποιήσει το σύνολο των ηλεκτρονικών πληρωμών του κοινού λογαριασμού για το χτίσιμο του αφορολόγητου.
Υπενθυμίζεται ότι για τα εισοδήματα του 2017, τα οποία θα φορολογηθούν το 2018, το αφορολόγητο των 8.636-9.545 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων δικαιούνται μόνο οι μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες οι οποίοι έχουν προχωρήσει στη διάρκεια του έτους σε ένα συγκεκριμένο όριο πληρωμών μέσω πλαστικού χρήματος.
Τα απαιτούμενα ποσά δαπανών με πλαστικό χρήμα ανέρχονται σε
-10% του ετήσιου εισοδήματος, εφόσον αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
- 15% του κλιμακίου εισοδήματος από 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
-20% για το υπερβάλλον των 30.000 ευρώ εισόδημα
Στο ποσό των δαπανών που απαιτείται να πραγματοποιηθούν με πλαστικό ή ηλεκτρονικό χρήμα για να καλυφθεί το αφορολόγητο όριο περιλαμβάνονται όλα σχεδόν τα έξοδα για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών.
Μόνο η «ηλεκτρονική» μισθοδοσία εκπίπτει από τα έσοδα
Με μια δεύτερη απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ άλλωστε, στη βάση ισχύουσας νομοθεσίας από τον Ιανουάριο του 2017 και μετά, ορίζεται ότι προκειμένου να εκπέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα οι δαπάνες μισθοδοσίας των επιχειρήσεων, αυτές θα πρέπει να έχουν γίνει αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Ως «ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής», για την εφαρμογή των κοινοποιούμενων διατάξεων, νοείται κάθε μέσο πληρωμής που απαιτεί τη μεσολάβηση ενός τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού δικτύου, όπως π.χ. η μεταφορά χρημάτων μέσω ειδικών διαδικτυακών εφαρμογών («e-banking»), καρτών, το «ηλεκτρονικό πορτοφόλι», κ.λπ., ενώ η έννοια του «παρόχου υπηρεσιών πληρωμών» ορίζεται με τις διατάξεις της περ. δ' του άρθρου 62 του ν.4446/2016 και είναι ευρύτερη από αυτή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.3862/2010. Επομένως, στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών και τα ιδρύματα πληρωμών, ανεξάρτητα αν έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή (Ε.Ε., τρίτες χώρες).
Με αυτά τα δεδομένα, πέραν της μεταφοράς χρημάτων μέσω ειδικών διαδικτυακών εφαρμογών και της χρήσης χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών, ως κατάλληλα μέσα πληρωμής για την έκπτωση των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης νοούνται ενδεικτικά και τα ακόλουθα:
- Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του μισθωτού, έστω και αν υπάρχουν περισσότεροι συνδικαιούχοι, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),
- Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής - ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων,
- Η χρήση τραπεζικής επιταγής,
- Η έκδοση επιταγής σε διαταγή του μισθωτού.
Κατά ρητή διατύπωση των σχετικών διατάξεων, σε περίπτωση που μέρος των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης δεν εξοφληθεί με κάποιο από τα μέσα που παρατίθενται πιο πάνω, δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση το σύνολο της δαπάνης. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία μέρος του μισθού παρακρατείται από τον εργοδότη, με σκοπό την εξόφληση υποχρεώσεών του (π.χ. δάνειο που του έχει χορηγήσει ο εργοδότης) ή την εκτέλεση κατάσχεσης απαίτησης εις χείρας τρίτου (π.χ. οφειλές του εργαζόμενου προς το Δημόσιο), οπότε η σχετική δαπάνη εκπίπτει στο σύνολό της όταν το εναπομείναν ποσό έχει εξοφληθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.