Ασφυκτικό μαρκάρισμα για ομαδικές απολύσεις και συντάξεις

Γιατί επιμένουν οι δανειστές στις ομαδικές απολύσεις και πού βάζουν φρένο στις ελληνικές διεκδικήσεις. Πώς αποκωδικοποιούνται οι απαιτήσεις ΔΝΤ για «προσωπική διαφορά». Στο τραπέζι και η εθνική σύνταξη.

Ασφυκτικό μαρκάρισμα για ομαδικές απολύσεις και συντάξεις

Στις… πλάτες της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας πέφτουν δύο από τα τρία αγκάθια της β’ αξιολόγησης, καθώς οι εκπρόσωποι των δανειστών (με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να επιμένει περισσότερο) ζητούν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των απολύσεων και πιο ξεκάθαρη δέσμευση της κυβέρνησης για μείωση συντάξεων στην περίπτωση ενεργοποίησης του δημοσιονομικού κόφτη.

Τόσο η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου όσο και ο αρμόδιος υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσος Πετρόπουλος αποκλείουν οποιαδήποτε υπαναχώρηση από τις κυβερνητικές θέσεις. Άλλωστε, όσο οι διαπραγματεύσεις γίνονται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, οι δύο αρμόδιοι υπουργοί δεν έχουν συμμετοχή. Οι συζητήσεις θα ξεκινήσουν, εφόσον οι εκπρόσωποι των θεσμών αποφασίσουν να έρθουν στην Αθήνα, κάτι που αν συμβεί πριν από τις 20 Φεβρουαρίου, θα σηματοδοτήσει και την αρχή της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης.

Από την προηγούμενη κιόλας επίσκεψή τους στην Αθήνα, οι δανειστές είχαν κάνει ξεκάθαρο ότι θέλουν αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων από 5% σε 10%, αλλά και την κατάργηση της διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων που διατηρεί ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας. Παράλληλα, δεν δέχονται την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο ρύθμισης και της επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων, που θέτει το υπουργείο Εργασίας.

Το θέμα των ομαδικών απολύσεων αποδεικνύεται το πλέον ακανθώδες. Σε ενιαίο μέτωπο, οι θεσμοί ζητούσαν από την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να ευθυγραμμίσει τα κατώτατα όρια απολύσεων με την υπάρχουσα κοινοτική οδηγία (98/59/ΕΚ). Παράλληλα, και παρά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ζητούν από την ελληνική πλευρά να αντικαταστήσει το σημερινό σύστημα της εκ των προτέρων έγκρισης των ομαδικών απολύσεων από τον υπουργό Εργασίας, με ένα διοικητικό σύστημα κοινοποίησης του πλάνου ομαδικών απολύσεων, μέσω του οποίου θα εξασφαλίζεται η συμμόρφωση της επιχείρησης με τα όσα προβλέπει ο νόμος για πληροφόρηση και διαβούλευση με τους εργαζομένους.

Στην πράξη, ζητείται η μετάβαση από την εκ των προτέρων έγκριση στον εκ των υστέρων έλεγχο νομιμότητας των απολύσεων. Βέβαια, το Ευρωδικαστήριο με την απόφασή του δέχθηκε τη διαδικασία προέγκρισης, ζήτησε όμως αλλαγές στα κριτήρια βάσει των οποίων η εκάστοτε αρχή θα στηρίζεται για να αποφασίσει.

Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις

Στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι εκπρόσωποι των δανειστών αφήνουν μόνο ένα παράθυρο ανοικτό για μελλοντικές παρεμβάσεις ενώ ένα μικρό παράθυρο αφήνεται στη δυνατότητα επέκτασης των συμβάσεων από 3 σε 6 μήνες, όπως ίσχυε πριν από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά. Κι ενώ αρνούνται να συζητήσουν αλλαγές στις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών, ζητούν αλλαγές και στη διαδικασία μεσολάβησης και διαιτησίας, ώστε να είναι «αντικειμενική και αμερόληπτη».

Όπως όλα δείχνουν, η «μητέρα των μαχών» αναμένεται στο θέμα του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων ανά μήνα, με την ελληνική πλευρά να αρνείται την αύξηση του ποσοστού από 5% σε 10%, με τους δανειστές να πιέζουν τουλάχιστον για 7% με 8%.

Όπως αρνείται και τη μείωση της βασικής σύνταξης που έθεσε, εμμέσως πλην σαφώς, στην πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ, αλλά και οποιαδήποτε ξεκάθαρη αναφορά σε μια μελλοντική περικοπή των συντάξεων.

Άλλωστε, μια πιθανή περικοπή των «προσωπικών διαφορών» που έχουν μπει στο στόχαστρο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου θα οδηγούσε σε μειώσεις που μεσοσταθμικά αγγίζουν το 20% ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμη και το 35%, για 1,4 εκατ. ήδη συνταξιούχους.

Στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα άλλωστε, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αφού επισημαίνει ότι παρά τις εξοικονομήσεις του νόμου Κατρούγκαλου με τις περικοπές σε επικουρικές, μερίσματα, εφάπαξ και νέες κύριες συντάξεις, το σύστημα παραμένει «σε μεγάλη ανισορροπία», εκτιμώντας ότι το έλλειμμά του είναι 4πλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αγγίζοντας το 11% του ΑΕΠ, «κοστολογεί» την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς σε όλες τις κύριες συντάξεις σε 1% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (περίπου 1,8 δισ. ευρώ).

Εκτιμά δε, πως θα θιγούν κυρίως υψηλοσυνταξιούχοι που έφυγαν με λίγα χρόνια ασφάλισης (σε ακραίες περιπτώσεις μέχρι 40%), ενώ υποστηρίζει πως θα υπάρξουν και αυξήσεις σε χαμηλοσυνταξιούχους που έφυγαν με πολλά χρόνια ασφάλισης (μέχρι 20%).

Στην Ελλάδα, το υπουργείο Εργασίας αποτιμά την προσωπική διαφορά σε κάτι πάνω από 1,2 δισ. ευρώ, αν και υπάρχουν στελέχη της κοινωνικής ασφάλισης που γνωρίζουν πολύ καλά το ασφαλιστικό στην Ελλάδα, που θεωρούν πως εάν κοπούν στο σύνολό τους οι προσωπικές διαφορές που θα προκύψουν από τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, σύμφωνα με το νέο τρόπο, και τα μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης που προβλέπει η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, το σύστημα θα εξοικονομούσε περίπου 3,5 δισ. ευρώ.

Στο «κάδρο» των νέων σκληρών περικοπών στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις μπαίνει σχεδόν το 70% των συνταξιούχων, χωρίς σε αυτό να περιλαμβάνονται 620.000 αγρότες. Οι συνταξιούχοι που δεν κινδυνεύουν «στα σίγουρα» εκτιμώνται σε μόλις 500.000, με μηνιαίες αποδοχές από 550 έως 700 ευρώ, που έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης, ενώ οι ειδικοί εκτιμούν πως και οι συντάξεις χηρείας θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται στο ύψος που είναι σήμερα. Στον αντίποδα, κανείς δεν γνωρίζει για το μέλλον των αναπηρικών συντάξεων, καθώς εκκρεμεί η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για αναμόρφωση του συνόλου των αναπηρικών συντάξεων, με δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο.

Βάσει των εκτιμήσεων, από 6% έως 8% θα είναι η προσωπική διαφορά που θα διαπιστωθεί μεταξύ των παλαιών και των νέων συντάξεων για όσους λαμβάνουν τα κατώτατα όρια του ΙΚΑ (443,77 ευρώ αντί 486,84 ευρώ με 15 έτη ασφάλισης), ή προέρχονται από μη ευγενή ταμεία (830 ευρώ έναντι 885 ευρώ από το ΤΑΕ με 36 χρόνια), ενώ μηδενικές αναμένεται να είναι οι αποκλίσεις στους αυτοκινητιστές (810 ευρώ έναντι 815 ευρώ από το ΤΣΑ, με 33 χρόνια ασφάλισης).

Έως και 22% αναμένεται να φτάσει η προσωπική διαφορά κατά μέσο όρο για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ και το Δημόσιο με πολλά έτη ασφάλισης (έως και 40 χρόνια) και υψηλές αποδοχές.

Τέλος, μεταξύ 30% και 40% αναμένεται να κυμανθεί η προσωπική διαφορά για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο με λιγότερα από 34 χρόνια ασφάλισης, ή από το πρώην ΤΕΒΕ (λόγω του μπόνους των 220 ευρώ).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v