Μείωση συντάξεων, αύξηση των απολύσεων, κατάργηση της προέγκρισης στις περιπτώσεις των ομαδικών απολύσεων, αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και στον τρόπο εξαγγελίας των απεργιών και επαναφορά του δικαιώματος της ανταπεργίας για τους εργοδότες, ζητεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για την Ελλάδα, θέσεις που φαίνεται ότι βρήκαν έδαφος στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου.
Πιστό στις θέσεις του ότι το ασφαλιστικό παραμένει σε ανισορροπία και οι δαπάνες για συντάξεις είναι υπερβολικά υψηλές στη χώρα μας, αλλά και ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να διατηρηθούν και να συνεχιστούν, το Ταμείο ορθώνει σημαντικά προσκόμματα στις κυβερνητικές επιδιώξεις για διατήρηση της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις και επαναφορά του πλαισίου που ίσχυε για τις συλλογικές συμβάσεις πριν από τα μνημόνια.
Αναλυτικά, στο ασφαλιστικό, υποστηρίζει ότι το σύστημα παραμένει σε ανισορροπία, με το έλλειμμα του ελληνικού συστήματος να είναι τετραπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,5% του ΑΕΠ).
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι δαπάνες θα πρέπει να επανακαθοριστούν προκειμένου να μετακινηθούν από τις συντάξεις στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, σε κοινωνικές υπηρεσίες και σε επενδύσεις.
Το Ταμείο υποστηρίζει ότι η πρόσφατη μεταρρύθμιση βοήθησε στο να αντιμετωπιστούν οι μακροπρόθεσμες πιέσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και ότι οι συντάξεις των ήδη συνταξιούχων παραμένουν σε μη ανεκτά επίπεδα. Αυτό συνέβη, κατά ένα λόγο, γιατί οι συντάξεις στην Ελλάδα λειτουργούν όχι μόνο για την προστασία του εισοδήματος των ηλικιωμένων, αλλά και ως ένα «δίχτυ προστασίας» καθώς δεν υπάρχει ένα ικανοποιητικό και καλά στοχευμένο σύστημα πρόνοιας.
Αυτό, βέβαια, δεν είχε αποτέλεσμα στην τομέα της φτώχειας, η οποία αυξήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό, επισημαίνει το Ταμείο, ότι η φτώχεια των ηλικιωμένων μειώθηκε, όταν η φτώχεια των εργαζόμενων αλλά και των ανέργων αυξήθηκε.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχές, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα πρέπει να εξετάσουν τρόπους εξορθολογισμού των συνταξιοδοτικών δαπανών, εφαρμόζοντας το σύστημα που εισήγαγε για τους νέους η πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Στην πράξη, στο στόχαστρο του ΔΝΤ μπαίνουν οι προσωπικές διαφορές, οι οποίες, αν κοπούν, οδηγούν μεσοσταθμικά σε μειώσεις των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων κατά 20%.
Το Ταμείο επισημαίνει μάλιστα ότι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν χαμηλότερες παροχές σε αυτούς που έχουν σήμερα υψηλές συντάξεις και χαμηλότερα έτη ασφάλισης, αλλά και κάποιες αυξήσεις σε σημερινούς χαμηλοσυνταξιούχους με μεγάλο χρόνο ασφάλισης (κατά τον οποίο κατέβαλλαν ασφαλιστικές εισφορές). Οι εξοικονομήσεις θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν ένα καλά οργανωμένο δίχτυ ασφάλειας, αλλά και καλύτερες υπηρεσίες υγείας και μεταφορών. Μάλιστα, το Ταμείο εκτιμά ότι μια τέτοια προοπτική «εξορθολογισμού των συντάξεων» θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη ενδογενεακή δικαιοσύνη.
Η κοινωνική πρόνοια
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην κοινωνική πρόνοια, η οποία σύμφωνα με το Ταμείο θα πρέπει κατά προτεραιότητα να μεταρρυθμιστεί, προς όφελος των ευάλωτων ομάδων. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η μεταρρύθμιση είναι αναγκαία, καθώς ούτε το υπάρχον σύστημα, ούτε βέβαια το ασφαλιστικό κατάφερε να αντιμετωπίσει την αύξηση της φτώχειας, με αποτέλεσμα η κοινωνική προστασία να καλύπτει μόλις το 73% του πιο φτωχού 20% του ελληνικού πληθυσμού. Πρόκειται μάλιστα για το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, καθώς το μέσο ποσοστό ανέρχεται σε 87%.
Μάλιστα, γίνεται αναφορά και στην καθολική εφαρμογή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, με την πρόβλεψη ένα μέρος από τις περικοπές στις συντάξεις να διοχετευθεί για να χρηματοδοτήσει το νέο πλαίσιο.
Τα εργασιακά
Μεγάλα βήματα για να κλείσουν τα κενά στις αγορές εργασίας και προϊόντων απαιτεί το ταμείο. Συγκεκριμένα, παραδέχεται πως η Ελλάδα εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας εισάγοντας περαιτέρω ευελιξία, με στόχο την προστασία της απασχόλησης. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδήγησαν σε μείωση του κόστους εργασίας, όμως παραδέχεται πως αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις στις αγορές των προϊόντων δεν είχαν τα αντίστοιχα αποτελέσματα στους τομείς της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, εξαιτίας έντονων αντιδράσεων από συγκεκριμένα συμφέροντα που θίγονταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των μισθών, χωρίς αντίστοιχη προσαρμογή των τιμών.
Παράλληλα, το Ταμείο παραδέχεται ότι ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας συγκράτησαν την αύξηση της ανεργίας και των δεικτών φτώχειας, μετά το 2012, τα επίπεδα φτώχειας στην Ελλάδα παρέμειναν σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα.
Την ίδια στιγμή, η ανισότητα είναι αξιοσημείωτα υψηλή σε όλη τη χώρα, καθώς το βάρος της προσαρμογής το σήκωσαν οι μισθωτοί και οι άνεργοι. Ειδικά στα εργασιακά, το ΔΝΤ επιμένει στο να προστατευθούν οι μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος αλλά και να συμπληρωθούν με επιπλέον μεταρρυθμίσεις.
Ειδικά για τις ομαδικές απολύσεις, το Ταμείο ζητεί την εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας που προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό νόμιμων απολύσεων (από 5% σε 10%) καθώς και κατάργηση της προέγκρισης για τις περιπτώσεις των ομαδικών απολύσεων. Προτείνει δε, τη χρήση κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την επανένταξη των απολυμένων στην αγορά εργασίας. Μάλιστα, αναφερόμενο στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, το Ταμείο εκτιμά ότι βρίσκει εμπόδια στις διαδικασίες ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Το Ταμείο θεωρεί ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο αυξάνει το κόστος των επιχειρήσεων, οι οποίες εξαναγκάζονται σε πτώχευση, ή επιλέγουν τη μετεγκατάσταση, ή έστω τα κοστοβόρα προγράμματα εθελούσιας εξόδου.
Αναφερόμενο στις απεργίες, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι ο μεγάλος αριθμός απεργιών στην Ελλάδα εξηγείται από το γεγονός ότι ο συνδικαλιστικός νόμος ισχύει χωρίς να έχει εκσυγχρονιστεί από το 1980. Βέβαια, δεν μένει μόνο εκεί, ζητεί την επαναφορά του αμυντικού λοκ-άουτ, ενώ ζητεί και αλλαγές στον τρόπο και τον χρόνο αναγγελίας των απεργιακών κινητοποιήσεων.