Στη διευκρίνιση ότι η σημερινή συνεδρίαση του συμβουλίου του ΔΝΤ δεν έχει στην ατζέντα την πιθανή συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, προχώρησε ο εκπρόσωπος του Ταμείου.
«Διευκρίνιση: Το συμβούλιο του ΔΝΤ θα συζητήσει την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας (άρθρο 4) σήμερα. Απόφαση για πιθανή χρηματοδότηση του ΔΝΤ δεν είναι στην ατζέντα», έγραψε στο twitter.
«Περιμένουμε ότι σήμερα το ΔΝΤ θα αφήσει ανοιχτό χώρο στη διαπραγμάτευση», αναφέρει στέλεχος με γνώση των διεργασιών, όπως έγραψε το πρωί το Euro2day.gr, σε όλα τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης, εκτιμώντας ότι το Ταμείο θα εμφανίσει ένα ιδιαιτέρως ισχυρό DSA (Dept Sustainability Analysis).
Κατά την εκτίμηση του ίδιου στελέχους, το ΔΝΤ θα ήταν διατεθειμένο να φύγει μετά τις γερμανικές εκλογές, αλλά στους κόλπους του Ταμείου επικρατεί η άποψη ότι μια αποχώρηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναζωπύρωση των κατηγοριών, ότι ακριβώς εξαιτίας της αποχώρησής του καταστρέφεται το ελληνικό πρόγραμμα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνομιλητές του Πολ Τόμσεν αναφέρουν ότι το Ταμείο θα ήταν διατεθειμένο να μπει με χρηματοδότηση (αν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποφασίσει διαφορετικά) σε ένα πρόγραμμα διάρκειας 12 ή 18 μηνών (παρότι συνήθως τα MEFP του ΔΝΤ έχουν διάρκεια τριών ετών), με αντάλλαγμα ένα «βελούδινο» διαζύγιο στη συνέχεια.
Για να το κάνει αυτό, προϋπόθεση είναι η ελληνική κυβέρνηση να συμβιβαστεί με σκληρά μέτρα. Το μείγμα των μέτρων παραμένει αμετάβλητο: μαχαίρι στο αφορολόγητο (5.000 ευρώ έχει ζητήσει στο παρελθόν τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα, αν και κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το Ταμείο τώρα δεν ζητά αφορολόγητο κάτω από 7.000 ευρώ), κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις καταβαλλόμενες συντάξεις (το μέτρο θα μπορούσε -εκτιμάται από ελληνικές πηγές- να ενταχθεί στον κόφτη), δραστική απελευθέρωση αγορών προϊόντων και υπηρεσιών με έμφαση στην αγορά εργασίας, όπου οι σκληρές απαιτήσεις για αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων παραμένουν στο τραπέζι.
Μάλιστα στην ελληνική πλευρά έχει δοθεί το σήμα ότι είναι εκτός διαπραγμάτευσης το αίτημα για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ίσως θα μπορούσε να συζητηθεί μια ευνοϊκότερη παρέμβαση στο μέτωπο της μετενέργειας των συμβάσεων.