«Όχι» στην αύξηση του ποσοστού των επιτρεπόμενων απολύσεων και την επαναφορά του λοκ-άουτ (ανταπεργία) και «ναι» σε συγκεκριμένες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις ομαδικές, με μπούσουλα την απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, λέει το υπουργείο Εργασίας, που αναμένει τις εξελίξεις για τη β’ αξιολόγηση σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής των θεσμών.
Αν και η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας είναι αισιόδοξη ότι η διαπραγμάτευση θα ολοκληρωθεί σύντομα, δεν κρύβει ότι στόχος είναι να κερδίσει ό,τι περισσότερο μπορεί στα θέματα των εργασιακών διαπραγματεύσεων, χωρίς περαιτέρω ανατροπές σε κομβικά ζητήματα όπως οι ομαδικές απολύσεις και η λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).
Προσκρούοντας στην έντονη αντίδραση των πιστωτών να ανοίξουν οποιαδήποτε συζήτηση για επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία οι κλαδικές συμβάσεις μπορούν να υπερισχύουν των επιχειρησιακών, η αρμόδια υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου επιδιώκει να διασφαλίζει τα ελάχιστα, αφήνοντας, στην ουσία, στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης την αύξηση της διάρκειας της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων και την επέκταση εφαρμογής τους σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου.
Πρόκειται για δύο σημαντικά μεν, δευτερεύουσας σημασίας δε, θέματα, που μόνο σε συνδυασμό με την επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από τους κοινωνικούς εταίρους και τη διατήρηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) θα επανέφερε τις βασικές ρυθμίσεις που ίσχυαν στη χώρα πριν από την εφαρμογή των μνημονίων.
Το μέτωπο των δανειστών όμως είναι σκληρό και ενιαίο. Δεν είναι τυχαία η ξεκάθαρη θέση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο υπέρ των μεταρρυθμίσεων που επέβαλαν την ενίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μαστίζονταν από ύφεση, προκειμένου να μειωθούν οι μισθοί και να διασωθούν θέσεις εργασίας.
Συγκεκριμένα, μετά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που επιμένει ξεκάθαρα να μην υπάρξει καμία ουσιαστική ή ακόμη και τυπική υπαναχώρηση σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα μέσω των προηγούμενων μνημονίων, έρχεται ένα από τα ευρωπαϊκά σκέλη των θεσμών να διαπιστώσει πως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συνέβαλαν στη “δυσκαμψία” μείωσης των μισθών στην Ευρώπη και πιθανώς να οδήγησαν σε όξυνση των απωλειών θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Και επισημαίνει πως περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της επικράτησης των επιχειρησιακών συμβάσεων μπορεί να είναι επωφελείς για τις χώρες της ζώνης του ευρώ, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση των απωλειών θέσεων εργασίας.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών, βέβαια, επιμένουν και στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων παράλληλα με την αύξηση του ορίου των «νόμιμων» απολύσεων από το 5% στο 10%, ενώ στο τραπέζι παραμένει η θέση τους για επανεξέταση του ζητήματος της μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ, παρότι υπάρχει σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η αύξηση του ορίου των απολύσεων που μπορεί, χωρίς άλλη έγκριση, να κάνει κάθε μήνα μια επιχείρηση αφορά περίπου το 2,5% των επιχειρήσεων στη χώρα, αλλά περισσότερους από το 40% του συνόλου των εργαζόμενων, που εργάζονται σε ΔΕΚΟ και σε μεγάλες αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων και εταιρειών που βρίσκονται σε αναδιάρθρωση.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, που αντιλαμβάνεται αφενός ότι δεν πρέπει να χαθεί πολύτιμος χρόνος, αφετέρου ότι δεν μπορεί να κλείσει τίποτε εάν δεν κλείσουν όλα τα θέματα μαζί, διεκδικεί πλέον μια νίκη στα σημεία, που θα περιλαμβάνει την πρόβλεψη για επαναφορά της διάρκειας της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων από 3 σε 6 μήνες, αλλά και την επέκταση της εφαρμογής των συμβάσεων σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου, εφόσον εκπροσωπείται το 51% των εργοδοτών. Κάτι για το οποίο, το ευρωπαϊκό σκέλος των πιστωτών δεν εμφανίζεται αρνητικό.
Στο θέμα των ομαδικών απολύσεων, η ελληνική πλευρά επιδιώκει αλλαγές με “μπούσουλα” την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο εκ των προτέρων έλεγχος είναι αποδεκτός, εφόσον όμως υπάρχει συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο λείπει από το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο.
Την ίδια στιγμή, στο υπουργείο Εργασίας αναζητούν διέξοδο στο θέμα του ασφαλιστικού, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να επιμένει στην κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, ήτοι σε περικοπές των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων που μεσοσταθμικά αγγίζουν το 20%. Στο υπουργείο αποκλείουν το ενδεχόμενο να υπάρξει αλλαγή στο νόμο Κατρούγκαλου, που προβλέπει τη “διατήρηση” της προσωπικής διαφοράς και μετά το 2018. Επισημαίνουν όμως, ότι ήδη, με την πρόβλεψη για τον δημοσιονομικό κόφτη, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των υπό περικοπή δαπανών, υποστηρίζοντας βέβαια ότι οι στόχοι θα επιτευχθούν, χωρίς κάτι τέτοιο να καταστεί αναγκαίο.
Προβληματισμό όμως προκαλεί -όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στους κόλπους των δανειστών- το θέμα των εσόδων του νεοσύστατου ΕΦΚΑ.