Οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να συμμετάσχει και πάλι στο ελληνικό πρόγραμμα, αποφεύγοντας μάλιστα τα λάθη του παρελθόντος, περιγράφονται αναλυτικά σε απόρρητη έκθεση του ΔΝΤ.
Η έκθεση, σύμφωνα με δημοσίευμα της «Καθημερινής της Κυριακής», έχει ως βασικό σκοπό να αξιολογήσει το δεύτερο μνημόνιο, ωστόσο παράλληλα περιγράφονται και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει και στο νέο, τρίτο ελληνικό πρόγραμμα.
Συγκεκριμένα, με το κείμενο των 38 σελίδων το οποίο έχει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2017 και περιήλθε εις γνώσιν και των ευρωπαϊκών θεσμών στις Βρυξέλλες, μπαίνει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων από την πλευρά του Ταμείου.
Το Ταμείο ζητάει πολύ περισσότερες μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, στις αγορές, στα εργασιακά κ.λπ., οι οποίες φέρνουν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση την Αθήνα. Η συγκεκριμένη έκθεση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς θέτει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων, ενώ θα παρουσιαστεί μαζί με την έκθεση που θα περιέχει την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (το άρθρο 4 για την Ελλάδα) στο ΔΣ του Ταμείου, που θα συνέλθει στις 6 Φεβρουαρίου.
Οι δύο εκθέσεις θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη στάση που θα κρατήσει το ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τη συμφωνία για το νέο πρόγραμμα.
Η ατζέντα που θα τεθεί, θα αναφέρει ότι:
1. Οι δεσμεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βιωσιμότητά του χρειάζεται να μπουν από την αρχή του προγράμματος και πρέπει να βασίζονται σε έναν ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
2. Για την οικονομική ανάκαμψη, προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς η καθυστέρηση της αντιμετώπισης των “κόκκινων δανείων”, της δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις και τον ορισμό των διοικήσεων των τραπεζών έχει επίπτωση στην ανάκαμψη.
3. Όταν η πολιτική βάση για τις μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει ισχυρή κυριότητα του προγράμματος, οι προσδοκίες αλλά και η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να είναι πιο συντηρητικές από την αρχή. Το προσωπικό του ΔΝΤ πρέπει να αντιτάσσεται από τους Ευρωπαίους εταίρους για πιο θετικές προβλέψεις.
4. Για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτά είναι τα σημεία που θα κάνουν τις μεταρρυθμίσεις “να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και να είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιες”.
5. Η Ελλάδα πρέπει να επανεκκινήσει τις στάσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, στα εργασιακά και στα κλειστά επαγγέλματα, ώστε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης. “Κλειδί είναι η διασφάλιση ισχυρής ιδιοκτησίας του προγράμματος”, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
6. Βάρος πρέπει να δοθεί στην κοινωνική δικαιοσύνη του προγράμματος. Η έκθεση υποστηρίζει πως το πρόγραμμα δεν ήταν κοινωνικά δίκαιο, παρά τις προσπάθειες του προσωπικού να το κάνει, εγείροντας ανησυχίες για την πολιτική βιωσιμότητα των μέτρων που πάρθηκαν.
7. Θα ήταν σωστό να υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις (όπως το ευρώ), όταν χρειάζεται πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες εκθέσεις του ΔΝΤ και τονίζεται η ανάγκη να υπάρχει μία εκ των προτέρων συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών, για τις τεχνικές αναλύσεις (πολλές φορές οι θεσμοί καταλήγουν με διαφορετικά αποτελέσματα), σχεδιασμό και επικοινωνία του προγράμματος, μεταξύ άλλων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι από τους τρεις θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) θεωρούν ότι “υπάρχει χώρος βελτίωσης της συνεργασίας τους”.
Η έκθεση εξάγει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και για τους λόγους που το πρόγραμμα βγήκε «εκτός τροχιάς». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, η πολιτική αστάθεια υπονόμευσε το πρόγραμμα και το «έθεσε εκτός τροχιάς, αντανακλώντας την εύθραυστη κυριότητα και την ισχυρή αντίσταση από τα οργανωμένα συμφέροντα».
Ένα μάλιστα από τα συμπεράσματα που φαίνεται να εξάγει το Ταμείο είναι ότι όταν η πολιτική βάση για μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει κυριότητα του προγράμματος, τότε οι προσδοκίες και ο σχεδιασμός του προγράμματος πρέπει να είναι διαφορετικά.
Τα συμπεράσματα
Τα βασικά συμπεράσματα για το πρόγραμμα, που υπογράφτηκε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, υλοποιήθηκε έως κάποιον βαθμό από την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου και κατέρρευσε υπό την κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου, είναι τα εξής:
α. Το πρόγραμμα αυτό έθεσε ιδιαίτερες προκλήσεις στο Ταμείο, όπως αναφέρει η έκθεση, καθώς στην Ελλάδα είχε τότε μόλις σχηματιστεί μία οικουμενική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των βασικών κομμάτων και εξαιτίας της επιμονής των Ευρωπαίων να τηρηθούν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες (Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης), η νέα κυβέρνηση υιοθέτησε ένα πολύ «φιλόδοξο πρόγραμμα», παρά τις αντίθετες ενδείξεις του Ταμείου, που υποστήριζε μια πιο ομαλή προσαρμογή. Το Δ.Σ. του ΔΝΤ ενέκρινε το πρόγραμμα παρά τα ρίσκα που είχε περιγράψει το προσωπικό του. «Η απόφαση εμφάνισε μία μεγάλου ρίσκου ανοχή από το Ταμείο, καθώς αναγνώριζε ότι το ρίσκο μη στήριξης της ελληνικής οικονομίας ήταν μεγαλύτερο τότε και για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη».
β. Ενώ είχε συντελεστεί πρόοδος στα δύο πρώτα χρόνια του προγράμματος (2012 - 2014), αυτό «ναυάγησε εξαιτίας των αρνητικών πολιτικών εξελίξεων». Παρά τις συχνές διακοπές στην εφαρμογή του προγράμματος, «σημαντική δημοσιονομική και εξωτερική προσαρμογή επιτελέστηκε, κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν (μερικές στο ασφαλιστικό, στα εργασιακά και στα τραπεζικά) και βασικά αφού η Ελλάδα παρέμεινε στο ευρώ, περιορίστηκαν οι συστημικοί κίνδυνοι», όπως αναφέρει η έκθεση. Ομως, παρά την αρχική υποστήριξη του προγράμματος από τα μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η πολιτική αστάθεια υπονόμευσε το πρόγραμμα και το «έθεσε εκτός τροχιάς, αντανακλώντας την εύθραυστη κυριότητα και την ισχυρή αντίσταση από τα οργανωμένα συμφέροντα». Στα μέσα του 2014 υπήρχαν σημάδια ανάκαμψης και η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να επιστρέψει στις αγορές. Ομως, όπως λέει η έκθεση, η πιο βαθιά απ’ ό,τι αναμενόταν ύφεση και η κατά 30% μείωση των εισοδημάτων «έκαναν την άνοδο της λαϊκής δυσαρέσκειας ασταμάτητη».
Συγχρόνως, αναφέρει ότι το πρόγραμμα τον Ιούνιο του 2014 ήταν πλέον «εκτός τροχιάς». Το καλοκαίρι του 2015, αναφέρει η έκθεση, η Ελλάδα έγινε η πρώτη ανεπτυγμένη χώρα που προσωρινά δεν ανταποκρίθηκε στις οικονομικές υποχρεώσεις προς το Ταμείο, η μεγαλύτερη στην ιστορία του.
γ. Παρά το PSI και το ΟSI (η συμμετοχή των ιδιωτών στο «κούρεμα» του χρέους), το χρέος χαρακτηρίστηκε μη βιώσιμο το 2015, όταν πλέον το πρόγραμμα ήταν απολύτως εκτός τροχιάς.
δ. Η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα και η βιωσιμότητα του χρέους δεν έχει επανέλθει. Για να το πετύχει η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει τις μη ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις και οι Ευρωπαίοι εταίροι να της προσφέρουν περισσότερη ελάφρυνση του χρέους.
ε. Οποιοδήποτε πρόγραμμα, όσο καλά σχεδιασμένο και να ήταν, δεν θα πετύχαινε κάτω από «αυτές τις δύσκολες καταστάσεις». Το πρόγραμμα θα είχε μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας αν ήταν λιγότερο φιλόδοξο, με λιγότερα θετικές προβλέψεις για την οικονομία, απαιτώντας περισσότερη χρηματοδότηση και μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους.
στ. Οι προβλέψεις για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών έπρεπε να ήταν πιο συντηρητικές, έτσι ώστε να είχε μειωθεί η ανάγκη για ανακεφαλαιοποιήσεις. Συγχρόνως, τα μέτρα για τα «κόκκινα» δάνεια άργησαν να εφαρμοστούν. Οσον αφορά τις διοικήσεις των τραπεζών, η έκθεση αναφέρει ότι παρότι τηρήθηκαν τα κριτήρια για τον διορισμό τους, «στενοί δεσμοί μεταξύ υψηλά ισταμένων στις τράπεζες, στα πολιτικά κόμματα και στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν κόπηκαν για πολιτικούς λόγους», πιθανώς επηρεάζοντας αρνητικά τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να αντλήσουν ρευστότητα, αυξάνοντας τα προβλήματα της ποιότητας του ενεργητικού τους.
Η έκθεση, τέλος, είναι πολύ κριτική όσον αφορά στους στόχους που είχαν τεθεί στην Ελλάδα για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως από ένα δείγμα 55 χωρών τα τελευταία 200 χρόνια, υπάρχουν μόνο 15 παραδείγματα που είχαν ύφεση πάνω από πέντε χρόνια και καμία από αυτές τις χώρες δεν διατήρησε πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% του ΑΕΠ κατόπιν. «Είναι αμφίβολο κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να κάνει ιστορικό ρεκόρ, καταφέρνοντας να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% - 4,5% του ΑΕΠ», αναφέρει η έκθεση.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή της Κυριακής