Ακρως απαισιόδοξο εμφανίζεται το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλή για την ικανότητα της οικονομίας να παρουσιάσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης φέτος και το 2018. Στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία αναφέρει χαρακτηριστικά πως η πρόβλεψη του προϋπολογισμού (2,7% του ΑΕΠ) «είναι αβέβαιη και εξαρτάται από διάφορους συγκυριακούς και εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι την καθιστούν περισσότερο ένα μήνυμα αισιοδοξίας παρά μία βάσιμη εκτίμηση».
Το 2016 δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Ούτε θα είναι εύκολο το 2017 καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει τον Οκτώβριο 2016 ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εντός τριών εβδομάδων, κάτι που έστελνε ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε μισθωτούς και επιχειρηματικό κόσμο.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού «το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι η διαφορά ανάμεσα σε «αναμενόμενους» ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν. Στις 17 Δεκεμβρίου 2016 ο ΟΟΣΑ προέβλεπε ρυθμό μεγέθυνσης 1,3% για την Ελλάδα το 2017.
Ως εκ τούτου, αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο.
Περιορισμένος ο χρόνος, δύσκολο πιθανό τέταρτο μνημόνιο
Το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι αν η χώρα δεν καταφέρει να δανείζεται από τις αγορές θα αναγκαστεί να οδηγηθεί σε αίτημα για νέο μνημόνιο. «Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο. Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό σημαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν», τονίζει.
Οι φόροι και η λάθος συζήτηση
Οι νέοι φόροι για το 2017 αναμένεται ότι θα επιβραδύνουν την ανάκαμψη. Αλλά η δημόσια συζήτηση για τους φόρους χαρακτηρίζεται συχνά από μονομέρειες και υπερβολές, ενώ παρακάμπτει το ζήτημα της σύνθεσης των δαπανών και φόρων.
Ότι νέες φορολογικές επιβαρύνσεις αφαιρούν εισόδημα από το εισοδηματικό κύκλωμα και επομένως έχουν δυνητικά υφεσιακή επίπτωση, συνιστά στοιχειώδες συμπέρασμα της οικονομικής ανάλυσης, σημειώνει. Επίσης σε συνθήκες φορολογικού ανταγωνισμού που επικρατούν στη γειτονιά μας μπορεί να αποτρέπουν επενδύσεις. Αλλά, γενικά, η πρόταση για λιγότερους φόρους per se δεν συνιστά εναλλακτική λύση. Μπορεί όμως να είναι στοιχείο μιας ευρύτερης δέσμης μεταρρυθμίσεων, εφόσον σταθμιστεί ως τμήμα του συνόλου της οικονομικής πολιτικής.
Η φοροδιαφυγή παραμένει προγραμματικός στόχος της πολιτικής. Θα εκτιμήσουμε τα διάφορα μέτρα που ήδη έχει λάβει η κυβέρνηση εκ του τελικού αποτελέσματος. Εδώ απλά σημειώνουμε ότι πιθανόν η «υπεραπόδοση» των φόρων είναι μια ένδειξη ότι υπάρχει πρόοδος στην καταπολέμησή της. Θα δούμε αν αυτό θα συνεχισθεί και το 2017 όπως ελπίζει η κυβέρνηση.
Η ανακατανομή και το αφορολόγητο
Σύμφωνα με την έκθεση από την πλευρά των εσόδων το κέντρο βάρους πρέπει να μετατεθεί στην ανακατανομή φορολογικών βαρών και δαπανών. Και στα δύο ζητήματα αναπτύσσεται αργά κινητικότητα. Στις διαπραγματεύσεις συζητιέται η μείωση του αφορολόγητου ορίου με ταυτόχρονη όμως θωράκιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, δηλαδή την προστασία των φτωχών.
Όπως αναφέρει στην Ευρώπη, ο συσχετισμός αυτός είναι ακριβώς ανάποδος από τον αντίστοιχο της Ελλάδας. Δηλαδή στη Γερμανία το αφορολόγητο όριο είναι €8.354, με όριο φτώχειας €11.004, στην Αυστρία τα αντίστοιχα μεγέθη είναι €11.000 και €13.956, στην Ολλανδία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία δεν υπάρχει αφορολόγητο όριο, ενώ στην Ελλάδα το «έμμεσο» αφορολόγητο όριο κυμαίνεται από €8.636 έως €9.500 (ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση) για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγροτικές δραστηριότητες, με όριο φτώχειας τα €4.512 ανά φορολογούμενο.
Το spending review
Επίσης, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα εκτιμούμε ότι αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η ριζική επανεξέταση της κατανομής των κρατικών δαπανών (spending review). Ο κύριος στόχος θα ήταν να επιτευχθούν κατά περίπτωση εξοικονομήσεις ή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δαπανών. Το κλειδί βέβαια για την υπέρβαση των φαύλων κύκλων είναι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις.
Συναφώς, μένει πάντοτε ανοιχτό το ζήτημα της κακοδιαχείρισης και της σπατάλης. Συμμεριζόμαστε την υπόθεση πολλών (σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση) ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια για στοχευμένες εξοικονομήσεις δαπανών π.χ. στις δημόσιες προμήθειες, τα δημόσια έργα και τις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους.
Μη βιώσιμο το ασφαλιστικό
Πράγματι το έκτακτο επίδομα σε συνταξιούχους κάλυψε μόνον ένα μέρος των κοινωνικών αναγκών και οπωσδήποτε όχι με τον καλύτερο τρόπο γιατί άφησε άλλες κατηγορίες ευπαθών ομάδων, με πολύ χαμηλότερο εισόδημα από το όριο των € 850, εκτός (π.χ. μακροχρόνια άνεργους), επαναλαμβάνοντας άστοχες επιλογές του παρελθόντος.
Τέλος, το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Αυτή είναι μια σκληρή αλήθεια. Σήμερα απορροφά 11% του ΑΕΠ ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες κατά μέσον όρο 2,25% του ΑΕΠ. Το ποσοστό αναμένεται να μειωθεί οριακά μόνον τα επόμενα χρόνια. Το ασφαλιστικό σύστημα πιέζεται από τη δημογραφική γήρανση και την υψηλή ανεργία. Επομένως θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά πώς θα γίνει βιώσιμο.