Την αποφασιστική συμβολή του τουρισμού στον εξαγωγικό αναπροσανατολισμό της εθνικής οικονομίας μετά το 2012, το χαμένο πρώτο… «ημίχρονο» της τουριστικής σεζόν που ολοκληρώθηκε, την υψηλή ζήτηση που καταγράφεται για διακοπές στην Ελλάδα το 2017 αλλά και τα πλήγματα που επιφέρει στις επιχειρήσεις το καθεστώς υπερφορολόγησης που έχει επιβληθεί στη χώρα περιγράφει, μεταξύ άλλων, μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (SETE Intelligence).
Στη μελέτη «Ελληνικός Τουρισμός: Εξελίξεις - Προοπτικές» (Ιανουάριος 2017) διαπιστώνεται η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η οποία αποδίδεται στις εξαγωγές αγαθών και τουρισμού και όχι σε αύξηση της κατανάλωσης μέσω δανεισμού από το εξωτερικό. Η εξέλιξη, σύμφωνα με τη μελέτη, οφείλεται στην αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Η συμβολή του ελληνικού τουρισμού στην αλλαγή πλεύσης της εθνικής οικονομίας αποτυπώνεται στο αυξημένο ειδικό βάρος που απέκτησε τα τελευταία χρόνια.
Ειδικό βάρος που αποτυπώνεται στο γεγονός ότι άνω του 90% των εσόδων του εγχώριου τουριστικού τομέα προέρχονται από το εξωτερικό.
Η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία επιβεβαιώνεται ταυτόχρονα από στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με αυτά, όπως αναφέρεται στη μελέτη, κατά την περίοδο αιχμής απασχολεί πλέον το 10% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας. Με αυτά τα δεδομένα, έχει φθάσει να αποτελεί τον τρίτο κυριότερο τομέα της ελληνικής οικονομίας με κριτήριο τον αριθμό απασχολουμένων. Υπολείπεται μόνο του εμπορίου και του πρωτογενούς τομέα, ενώ έχει ήδη προσπεράσει τον τομέα της μεταποίησης και το Δημόσιο.
Το διεθνές περιβάλλον, παρά τις δυσκολίες, περιγράφεται ως θετικό καθώς ο διεθνής τουρισμός αναμένεται να καταγράψει αύξηση της τάξης του 4% το 2017.
Ταυτόχρονα, διαμορφώνεται ευνοϊκό έδαφος για τις επιχειρήσεις που εξάγουν υπηρεσίες (μεταξύ των οποίων και τουριστικές) σε όλες τις βασικές αγορές του ελληνικού τουρισμού: Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ και Ρωσία. Στις συγκεκριμένες αγορές, οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με την άνοδο του ΑΕΠ της χώρας.
Σε ό,τι αφορά στη μείωση των τουριστικών εισπράξεων που αναμένεται να καταγραφεί φέτος, οι μελετητές επισημαίνουν ότι προηγήθηκε αύξηση των συνολικών τουριστικών εισπράξεων κατά 41% στην περίοδο 2012-2016.
Η διαφαινόμενη φετινή μείωση αποδίδεται, σύμφωνα με τη μελέτη, σε δύο βασικά αίτια: τη διεθνή τάση να ξοδεύουν ολοένα και λιγότερα οι ταξιδιώτες (μείωση της μέσης κατά κεφαλή δαπάνης) αλλά και την καθυστερημένη «είσοδο» του ελληνικού τουριστικού προϊόντος στη διεθνή αγορά εξαιτίας του κλίματος αβεβαιότητας που είχε διαμορφωθεί.
Το αποτέλεσμα ήταν το ελληνικό προϊόν να εμφανιστεί με αξιώσεις στη διεθνή αγορά μετά το α’ εξάμηνο και αφού προηγουμένως οι ξενοδόχοι χρειάστηκε να προχωρήσουν σε μεγάλες προσφορές (last minute offers), προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες της τελευταίας στιγμής. Κίνηση η οποία «εξαργυρώθηκε» με τη μεγάλη αύξηση κίνησης από το εξωτερικό που καταγράφηκε στο τρίμηνο Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου.
Ανιχνεύοντας το σκηνικό που διαμορφώνεται για τον ελληνικό τουρισμό το 2017, περιγράφεται ως «ισχυρά υψηλή» η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια προς την Ελλάδα, η οποία συνδέεται και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Ταυτόχρονα καταγράφεται αυξημένο ενδιαφέρον για την Ελλάδα από παραδοσιακές ευρωπαϊκές αγορές, ιδιαίτερα τις γερμανόφωνες. Τέλος, εκτιμάται πως η ανάκαμψη του οδικού τουρισμού στο τέλος το 2016 θα οδηγήσει πιθανότητα σε θετικό έδαφος τον οδικό τουρισμό προς τη χώρα μας, τη χρονιά που ολοκληρώθηκε.
Εστιάζοντας στις επιπτώσεις από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές με τους οποίες υποχρεώνονται να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα, σε σύγκριση με ανταγωνίστριες χώρες, οι μελετητές χρησιμοποιούν το παράδειγμα ενός ξενοδοχείου 4 αστέρων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, για κάθε 100 ευρώ που πληρώνει ο πελάτης, μόνο στην Ελλάδα εμφανίζονται να είναι σχεδόν ισόποσο το άθροισμα καθαρών αμοιβών των εργαζομένων και κερδών των επιχειρήσεων από τη μία, με το άθροισμα των φόρων και εισφορών (37,6 ευρώ έναντι 33,4 ευρώ). Σε εντελώς διαφορετικά επίπεδα διαμορφώνονται τα αντίστοιχα μεγέθη στην Ισπανία (46,8 ευρώ έναντι 24,3 ευρώ), στην Τουρκία (47,6 ευρώ έναντι 23,5 ευρώ) και στην Κύπρο (55 ευρώ έναντι 16,1 ευρώ).
Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, αν στην Ελλάδα ίσχυαν οι φορολογικοί συντελεστές της Κύπρου, το εισόδημα των εργαζομένων θα ήταν 50% υψηλότερο.
Ταυτόχρονα, οι τιμές με τις οποίες θα ανοίξει ένα ξενοδοχείο για να λειτουργήσει στην Ελλάδα είναι 16% υψηλότερες απ' ό,τι αν ίσχυαν οι φορολογικοί συντελεστές της Κύπρου.
Επίσης, όπως αναφέρεται, προκειμένου οι εργαζόμενοι στα ελληνικά ξενοδοχεία να έχουν αντίστοιχες αμοιβές με τους ξενοδοχοϋπαλλήλους στην Κύπρο και, παράλληλα, το λειτουργικό κέρδος των ξενοδοχείων στην Ελλάδα να είναι αντίστοιχο των κυπριακών, η τιμή του δωματίου στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι 34% υψηλότερη σε σύγκριση με ανάλογο ξενοδοχείο της Κύπρου.
Οι επιπτώσεις, ωστόσο, από την υπερφορολόγηση δεν διαχέονται ισομερώς σε όλο το εύρος του τουριστικού τομέα. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχονται οι πιο αδύναμες επιχειρήσεις του χώρου. Εκείνες που είτε δεν διαθέτουν ισχυρό εμπορικό σήμα (brand), είτε δεν δραστηριοποιούνται σε κάποιον από τους γνωστούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας.